χρειάζομαι, ρ. [<μτγν. χρειάζομαι <χρεία + κατάλ. -άζομαι],
χρειάζομαι. 1. είμαι απαραίτητος, χρήσιμος, χρησιμεύω: «αν δε με
χρειάζεσαι άλλο μπορώ να φύγω; || μην φύγεις ακόμη, γιατί σε χρειάζομαι». 2.
απρόσ. χρειάζεται, είναι απαραίτητο, αναγκαίο: «χρειάζεται κι η δική μου
κατάθεση; || χρειάζεται αυτό το πράγμα ή να το πετάξω; || χρειάζεται να κάνεις
κι άλλες ασκήσεις». (Ακολουθούν 41 φρ.)·
-
αυτό μας χρειαζόταν! ή αυτό μου χρειαζόταν! βλ. συνηθέστ. αυτό
μας έλειπε! λ. αυτός·
-
αυτός μας χρειαζόταν! ή αυτός μου χρειαζόταν! βλ. συνηθέστ. αυτός
μας έλειπε! λ. αυτός·
-
βέργα που σου χρειάζεται! βλ. λ. βέργα·
-
βίτσα που σου χρειάζεται! βλ. λ. βίτσα·
-
βοϊδόπουτσα που σου χρειάζεται! βλ. λ. βοϊδόπουτσα·
-
βούρδουλας που σου χρειάζεται! βλ. λ. βούρδουλας·
-
βρεγμένη σανίδα που σου χρειάζεται! βλ. λ. σανίδα·
-
για τ’ άλογο που τρέχει, δε χρειάζονται σπιρούνια, βλ. λ. σπιρούνι·
-
δε χρειάζεται να πω ότι… ή δε χρειάζεται να πω πως…, είναι
εντελώς αυτονόητο: «δε χρειάζεται να πω ότι πρέπει να πάρεις την ομπρέλα σου,
γιατί έξω βρέχει»·
-
δε χρειάζεται ρώτημα ή χρειάζεται (και) ρώτημα! βλ. λ. ρώτημα·
-
δε χρειάζεται ρώτημα το πράγμα, βλ. λ. ρώτημα·
-
δε χρειάζεται φιλοσοφία ή χρειάζεται (και) φιλοσοφία! βλ. λ. φιλοσοφία·
-
δε χρειάζεται φιλοσοφία το πράγμα, βλ. λ. φιλοσοφία·
-
δε χρειαζόμαστε χωροφύλακα, βλ. λ. χωροφύλακας·
-
εδώ χρειάζεται νου κι όχι ανασινί ναμού, βλ. λ. νους·
-
είναι ό,τι χρειάζεται, (για πρόσωπα ή πράγματα) είναι εντελώς
κατάλληλο(ς) γι’ αυτό που το(ν) θέλουμε: «αυτός ο άνθρωπος είναι ό,τι
χρειάζεται γι’ αυτή τη θέση || ένα κάδρο πάνω απ’ το τζάκι είναι ό,τι
χρειάζεται»·
-
ζωστήρας που σου χρειάζεται! βλ. λ. ζωστήρας·
-
ηλεκτρική καρέκλα που σου χρειάζεται! βλ. λ. καρέκλα·
-
καμτσίκι που σου χρειάζεται! βλ. λ. καμτσίκι·
-
κνούτο που σου χρειάζεται! βλ. λ. κνούτο·
-
κουρμπάτσι που σου χρειάζεται! βλ. λ. κουρμπάτσι·
-
λουρί που σου χρειάζεται! βλ. λ. λουρί·
-
μαγκούρα που σου χρειάζεται! βλ. λ. μαγκούρα·
-
μάθε τέχνη κι άσ’ τηνε κι αν τη χρειαστείς, πιάσ’ τηνε, βλ. λ. τέχνη·
-
μαναβέλα που σου χρειάζεται! βλ. λ. μαναβέλα·
-
ματσόλα που σου χρειάζεται! βλ. λ. ματσόλα·
-
ματσούκι που σου χρειάζεται! βλ. λ. ματσούκι·
- ξύλο που σου χρειάζεται! βλ. λ. ξύλο·
-
παντόφλα που σου χρειάζεται! βλ. λ. παντόφλα·
-
περασμένη βροχή, κάπα δε χρειάζεται, βλ. λ. κάπα·
-
σκουπόξυλο που σου χρειάζεται! βλ. λ. σκουπόξυλο·
-
σοπάκι που σου χρειάζεται! βλ. λ. σοπάκι·
-
στειλιάρι που σου χρειάζεται! βλ. λ. στειλιάρι·
-
τα χρειάστηκα, α. φοβήθηκα πάρα πολύ: «τα χρειάστηκα, όταν
έσπασαν τα φρένα του αυτοκινήτου μου || όταν έπεσε τ’ αεροπλάνο σε κενά αέρος
κι άρχισε να τραντάζεται, τα χρειαστήκαμε». β. ένιωσα πολύ άσχημα: «τα
χρειάστηκα, μόλις αντιλήφθηκα πως με παρακολουθούσε η γυναίκα μου»·
-
τοπούζι που σου χρειάζεται! βλ. λ. τοπούζι·
-
του χρειάζεται ένα χέρι ξύλο, βλ. λ. χέρι·
-
του χρειάζεται ζουρλομανδύας, βλ. λ. ζουρλομανδύας·
-
τσουμάκι που σου χρειάζεται! βλ. λ. τσουμάκι·
-
χρειάζεται ένεση, βλ. λ. ένεση·
-
χρειάζεται (και) φιλοσοφία το πράγμα; βλ. λ. πρά(γ)μα·
-
χρειάζεται ψυχίατρο, βλ. λ. ψυχίατρος.