χούφτα κ.
φούχτα, η, ουσ. [από το φούχτα (αντιμετάθ.)], η χούφτα. Υποκορ. χουφτίτσα
κ. φουχτίτσα, η·
-
βάζει τη χούφτα κάτω απ’ τη βρύση, ανταμείβεται για τους κόπους του:
«είναι απ’ τους λίγους εμπόρους μέσ’ στην αγορά, που μ’ ό,τι καταπιαστεί, στο
τέλος βάζει τη χούφτα κάτω απ’ τη βρύση». Από την εικόνα του ατόμου που βάζει
τη χούφτα του κάτω από τη βρύση για να πιει νερό·
-
για μια χούφτα, για πολύ μικρή ποσότητα: «πούλησε ολόκληρο σπίτι για μια
χούφτα ευρώ || για μια χούφτα δολάρια»·
-
έφαγα με τις χούφτες (κάτι), ασχολήθηκα πολύ με κάτι, οπότε απόκτησα και
μεγάλη πείρα: «εμένα πρέπει να με συμβουλεύεσαι, γιατί έφαγα με τις χούφτες τις
δυσκολίες στη ζωή»·
-
έφαγε το μπαρούτι με τη χούφτα ή έφαγε το μπαρούτι με τις χούφτες, βλ. λ. μπαρούτι·
-
η χούφτα του έχει βγάλει κάλο ή η χούφτα του έχει βγάλει κάλους, βλ. λ. κάλος·
-
με τις χούφτες, σε μεγάλες ποσότητες, σε αφθονία: «κουβαλούσε με τις
χούφτες όλα τα καλά του κόσμου στο σπίτι του || στα νιάτα του ξόδευε με τις
χούφτες τα λεφτά του πατέρα του»·
-
μια χούφτα, πολύ μικρός αριθμός: «μια χούφτα άνθρωποι, απέκρουσαν ηρωικά
όλες τις επιθέσεις του εχθρού»·
-
πνίγεται σε μια χούφτα νερό, βλ. λ. νερό·
-
φάγαμε το μπαρούτι με τη χούφτα ή φάγαμε το μπαρούτι με τις χούφτες, βλ. λ. μπαρούτι·
-
χάνεται σε μια χούφτα νερό, βλ. φρ. πνίγεται σε μια χούφτα νερό.