χουλιάρι, το, ουσ. [<μτγν. κοχλιάριον], το κουτάλι: «η σούπα
δεν τρώγεται χωρίς χουλιάρι». Μεγεθ. χουλιάρα, η·
- με το κουτάλι μου το δίνει, με τη χουλιάρα μου το
παίρνει, λέγεται
γι’ αυτούς, που ενώ δείχνουν πως μας βοηθούν, στην πραγματικότητα μας
ζημιώνουν: «δεν έχω δει πιο διπρόσωπο άνθρωπο απ’ αυτόν, γιατί όταν χρειάζομαι
βοήθεια με το κουτάλι μου το δίνει, με τη χουλιάρα μου το παίρνει».