χούι, το, ουσ.
[<τουρκ. huy]. 1. συνήθεια βαθιά
ριζωμένη: «δεν μπορώ να εκφέρω γνώμη για κανέναν, αν δε μάθω πρώτα τα χούγια
του». (Λαϊκό τραγούδι: τόσον καιρό κοντά μου και δεν έχεις μάθει τα δικά μου
χούγια και τα φυσικά· πως η προπαραλήγουσα ποτέ δεν περισπάται όταν η
λήγουσα είναι μακρά). 2. κακή συνήθεια, αρνητική ιδιορρυθμία που
είναι συνήθως ενοχλητική στους άλλους: «είναι καλό παιδί, αλλά έχει το χούι του
τζόγου». (Λαϊκό τραγούδι: ρημαδιό ζωή και σπίτι απ’ τα χούγια σου
αλήτη που μετράς το αντριλίκι με βρισιές)·
-
δεν ταιριάζουν τα χούγια μας, βλ. συνηθέστ. δεν ταιριάζουν τα χνότα
μας, λ. χνότο·
-
έχει τα χούγια του, α. (για πρόσωπα) έχει τις ιδιοτροπίες του,
τις συνήθειές του που είναι αρνητικές και συνήθως ενοχλητικές στους άλλους:
«κανείς δεν είναι τέλειος κι ο καθένας έχει τα χούγια του». β. (για
μηχανήματα) έχει κάποιο συγκεκριμένο τρόπο για να αρχίσει να λειτουργεί: «δεν
μπορεί ο καθένας να βάλει μπροστά αυτό το μηχάνημα, γιατί έχει κι αυτό τα
χούγια του»·
-
ξεσήκωσε όλα τα χούγια (του τάδε), βλ. φρ. ξεσήκωσε όλα τα τερτίπια
(του τάδε), λ. τερτίπι·
-
ο λύκος γούνα αλλάζει, το χούι δεν τ’ αλλάζει, βλ. λ. λύκος·
-
πήρε όλα τα χούγια (του τάδε), βλ. φρ. ξεσήκωσε όλα τα χούγια (του
τάδε)·
-
πρώτα βγαίν’ η ψυχή τ’ ανθρώπου κι ύστερα (βγαίνει) το χούι, βλ. λ. ψυχή.