χότζας, ο, ουσ.
[<τουρκ. hoca], ο χότζας· ως κύρ. όν. ο
Χότζας, πρόσωπο της λαϊκής παράδοσης της Ανατολής, ήρωας πολλών
ηθικοπλαστικών ιστοριών: «οι ιστορίες του Χότζα, αγαπήθηκαν πολύ από πολλά
παιδιά»·
-
γίνομαι χότζας, α. μεθώ υπερβολικά από ποτό ή ναρκωτικό, δεν ξέρω
τι μου γίνεται από το μεθύσι: «μην του βάζεις άλλο, γιατί με δυο τρία
ποτηράκια, γίνεται χότζας». Για συνών. βλ. φρ. γίνομαι φέσι, λ. φέσι. β.
τα κάνω απάνω μου, χέζομαι: «δεν πρόλαβα να πάω στην τουαλέτα κι έγινα χότζας
μπροστά στον κόσμο»· βλ. και φρ. έγινα χότζας·
-
έγινα χότζας, τραυματίστηκα στο κεφάλι μου και ο γιατρός, που επίδεσε το
τραύμα, τύλιξε τη γάζα γύρω από το κεφάλι μου: «επειδή κάποιος μου άνοιξε το
κεφάλι, πήγα στον Ερυθρό Σταυρό κι έγινα χότζας». Από το ότι η γάζα γύρω από το
κεφάλι παρομοιάζεται με το σαρίκι που τυλίγουν γύρω από το φέσι τους οι ιερείς
και οι αξιωματούχοι μουσουλμάνοι· βλ. και φρ. γίνομαι χότζας·
-
ο πούτσος μου έγινε χότζας, βλ. λ. πούτσος·
-
σαν το φούρνο του Χότζα, βλ. λ. φούρνος·
- τον κάνω χότζα, α. τον μεθώ υπερβολικά με ποτό ή
ναρκωτικό, τον κάνω να μην ξέρει τι του γίνεται από το μεθύσι: «με δυο
ρουφηξιές που του ’δωσα απ’ το τσιγαρλίκι μου, τον έκανα χότζα». Για συνών. βλ.
φρ. τον κάνω φέσι, λ. φέσι. β. τον λερώνω πατόκορφα: «μου ’πεσε
το κουτί με την μπογιά, κι έτσι όπως περνούσε κάτω απ’ τη σκάλα, τον έκανα
χότζα».