αφορμή,
η, ουσ.
[<αρχ. ἀφορμή], η αφορμή. (Ακολουθούν 11 φρ.)·
- άμα
θέλω να σε βρίσω, χίλιες αφορμές σου βρίσκω, όταν θέλουμε να προσβάλλουμε ή
να μαλώσουμε με κάποιον, μπορούμε να βρούμε όσες αφορμές θέλουμε: «όσο και να
προσπαθείς να μου φέρεσαι εντάξει, άμα θέλω να σε βρίσω, χίλιες αφορμές σου
βρίσκω»·
- αφορμή
γύρευε κι αφορμή βρήκε, λέγεται στην περίπτωση που, όταν κάποιος έχει βάλει
σκοπό να ενεργήσει σε βάρος κάποιου ή κάποιων, ψάχνει και βρίσκει ή εφευρίσκει
κάποια πρόφαση ή δικαιολογία·
- βρίσκω
αφορμή, βρίσκω κάποια πρόφαση ή δικαιολογία από τις πράξεις ή τη
συμπεριφορά κάποιου για να ενεργήσω σε βάρος του: «βρήκε αφορμή που έβρισε την
ομάδα του, και τον πλάκωσε στο ξύλο»·
- γίνομαι
αφορμή, από τις πράξεις μου ή τη συμπεριφορά μου βρίσκει κάποιος την
πρόφαση ή τη δικαιολογία να ενεργήσει σε βάρος μου ή σε βάρος κάποιων: «πείραξε
μια γυναίκα της διπλανής παρέας κι έγινε αφορμή να πλακωθούν οι δυο παρέες στο
ξύλο»·
- γυρεύω
αφορμή, βλ. φρ. ψάχνω αφορμή·
-
δίνω αφορμή, με
τις πράξεις μου ή τη συμπεριφορά μου, δίνω σε κάποιον την πρόφαση ή τη
δικαιολογία να ενεργήσει σε βάρος μου: «έβριζε συνέχεια τον ΠΑΟΚ κι έδωσε
αφορμή στον τάδε, που είναι φανατικός παοκτζής, να τον πλακώσει στο ξύλο».
(Λαϊκό τραγούδι: οι μάπες κάνουν τον νταή και τσατίζουμαι· κακολογούν εσένα
κι αφορμές μου δίνουνε – αμάν, αμάν, και θηρίο γίνουμαι)·
- δίνω
αφορμή για σχόλια, ενεργώ άστοχα ή συμπεριφέρομαι ανάρμοστα, πράγμα που
δίνει την ευκαιρία στους άλλους να σχολιάζουν σε βάρος μου: «με τις κακές
παρέες που κάνεις, δίνεις αφορμή στον κόσμο για σχόλια»·
- ζητώ
αφορμή, βλ. φρ. ψάχνω αφορμή. (Λαϊκό τραγούδι: κι εγώ στο χαμηλό
πορτάκι θέλω να μπω κι όλο ζητώ μια αφορμή)·
- με
αφορμή, λέγεται
για γεγονός που χρησιμοποιεί κάποιος ως πρόφαση ή ως δικαιολογία για να κάνει ή
να μην κάνει κάτι: «με αφορμή την απεργία των αστικών λεωφορείων δεν πήγε στη
δουλειά του || με αφορμή του δωρεάν εισιτηρίου πήγε στο ματς»·
- σαν
δε θέλω, γριά, να σε φιλήσω, χίλιες αφορμές σου βρίσκω, βλ. λ. γριά·
- ψάχνω
αφορμή, προσπαθώ να βρω μια πρόφαση ή δικαιολογία από τις πράξεις ή τη
συμπεριφορά κάποιου για να ενεργήσω σε βάρος του: «απ’ ό,τι ξέρω δε σε συμπαθεί
και ψάχνει αφορμή να σε δείρει».