χόρτο, το, ουσ.
[<μτγν. χόρτον <αρχ. ὁ χόρτος], το χόρτο. 1. πολύ άνοστο φαγητό:
«όλα τα μεταλλαγμένα τρόφιμα είναι σαν χόρτο». 2. άνθρωπος άβουλος,
ηλίθιος, βλάκας: «έχω μπλέξει μ’ ένα χόρτο, που δεν εννοεί να καταλάβει αυτό
που του λέω». 3. (στη γλώσσα της αργκό) η μαριχουάνα, το χασίσι: «στην
Ολλανδία το χόρτο δεν είναι απαγορευμένο». (Λαϊκό τραγούδι: τον πρώτο και
καλύτερο συνάντησα το Στράτο, το Στράτο τον Παγιουμτζή που λέγαμε Τεμπέλη και
φύτευε το χόρτο του σε ξέφραγο αμπέλι).4. στον πλ. τα
χόρτα, όλα τα άγρια ή ήμερα χόρτα που τρώγονται, συνήθως βρασμένα, και
προσφέρονται ως σαλάτα: «τι χόρτα θέλετε να σας φέρω για σαλάτα, αντίδια ή
ραδίκια;»·
-
δε μασάω χόρτα ή δε μασάω χόρτο ή δε μασάμε χόρτα ή δε
μασάμε χόρτο, βλ. φρ. δεν τρώω χόρτα·
- δεν τρώω χόρτα ή δεν τρώω χόρτο ή δεν τρώμε χόρτα ή δεν
τρώμε χόρτο, δεν είμαι αφελής, ευκολόπιστος, δεν είμαι ανόητος, κουτός, βλάκας:
«προσπάθησε να με ξεγελάσει, αλλά έσπασε τα μούτρα του, γιατί δεν τρώω χόρτο».
Από το ότι το χόρτο δίνεται και ως τροφή σε ζώα. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει
μόνο για τον εαυτό του. Για συνών. βλ. φρ. δεν τρώω κουτόχορτο ή δεν
τρώμε κουτόχορτο, λ. κουτόχορτο·
-
μασάει χόρτα ή μασάει χόρτο, βλ. λ. τρώει χόρτα·
- τι ’ν’ ο άνθρωπος! Σαν το χόρτο του κάμπου.
Πράσινο σήμερα, ξερό αύριο, βλ. λ. άνθρωπος·
- το στρίβει το χόρτο, (στη γλώσσα της αργκό) είναι
καπνιστής μαριχουάνας, χασισιού: «είναι φαρμακωμένος ο τάδε, γιατί έμαθε πως ο
γιος του το στρίβει το χόρτο». Από την εικόνα του καπνιστή που φτιάχνει στριφτό
τσιγάρο την ώρα που πρόκειται να το καπνίσει·
- τρώει χόρτα ή τρώει χόρτο, είναι αφελής, ευκολόπιστος,
είναι ανόητος, κουτός, βλάκας: «αφού τρώει χόρτο, μια ζωή θα τον κοροϊδεύουν». Για
συνών. βλ. φρ. τρώει κουτόχορτο, λ. κουτόχορτο.