χορτάρι, το, ουδ. [<μτγν. χορτάριον, υποκορ. του αρχ. ουσ. ὁ χόρτος],
το χορτάρι. 1. πολύ άνοστο φαγητό: «μας σέρβιραν κρέας με μελιτζάνες,
αλλά δεν τρωγόταν, γιατί ήταν σκέτο χορτάρι». 2. (στη γλώσσα της αργκό),
βλ. λ. χόρτο. Υποκορ. χορταράκι, το (βλ. λ.)·
-
ξέρανε το χορτάρι σου, όσο που καίει ο ήλιος, βλ. λ. ήλιος·
-
όπου πατά, χορτάρι δε φυτρώνει ή όπου πατήσει, χορτάρι δε φυτρώνει, α.
έχει πολύ κακό ποδαρικό: «τρέμουν όλοι οι μαγαζάτορες της γειτονιάς μην τύχει
και τους κάνει ποδαρικό ο τάδε, γιατί, όπου πατά, χορτάρι δε φυτρώνει». β.
όπου πηγαίνει, δημιουργεί μεγάλες φασαρίες, μεγάλα προβλήματα, εκρηκτικές
καταστάσεις: «δεν τον ξαναπαίρνω μαζί μου, γιατί, όπου πατήσει, χορτάρι δε
φυτρώνει και δημιουργεί και σε μένα στα καλά καθούμενα προβλήματα».