χοντρά, τα, ουσ. [πλ. ουδ. του επιθ. χοντρός]. 1. τα χαρτονομίσματα
μεγάλης αξίας σε αντιδιαστολή με τα ψιλά: «όταν δεν έχω χοντρά επάνω μου, νιώθω
σαν γυμνός». (Τραγούδι: τα λεφτά τα λεφτά τα εκατομμύρια, τα λεφτά τα λεφτά
τα μπικικίνια, τα χοντρά, τα ψιλά, σαράντα αργύρια, στο καζίνο την πατάς
εφόσον έχεις γκίνια). 2. τα χοντράδια (βλ. λ.)·
- κάνω χοντρά, ζητώ να μου ανταλλάξουν ή ανταλλάσσω χαρτονομίσματα
μικρής αξίας με άλλα μεγαλύτερα αλλά ίσης συνολικής αξίας: «πάω στο διπλανό
σούπερ μάκετ να κάνω χοντρά αυτά τα χρήματα, γιατί μου φουσκώνουν την τσέπη».