χολή, ή, ουσ.
[<αρχ. χολή], η χολή. 1. πολύ πικρή γεύση: «κάθε βράδυ παίρνω ένα
φάρμακο σκέτη χολή». 2. εκφράζει κακία: «τα λόγια του ήταν όλο χολή και
μίσος». (Λαϊκό τραγούδι: κέρνα με, πόνε, κέρνα με ποτήρια πικραμένα, τα
στήθια μου από χολές, από λαχτάρες, συμφορές είναι πια μαθημένα). (Ακολουθούν
15 φρ.)·
-
αντί για μάννα χολή ή αντί του μάννα χολή, βλ. λ. μάννα·
-
βγάζει χολή (εναντίον κάποιον), βλ. φρ. ξερνάει χολή·
- δεν έχει χολή μέσα του, είναι ήπιος και χωρίς κακία:
«αποκλείεται να είπε κακό λόγο για σένα, γιατί αυτός ο άνθρωπος δεν έχει χολή
μέσα του || πώς να μαλώσω μαζί του, αφού δεν έχει χολή μέσα του»·
-
δεν έχεις χολή μέσα σου; έκφραση απορίας σε άτομο που δεν αντιδρά
δυναμικά, εκδικητικά εναντίον κάποιου λόγω του ήπιου χαρακτήρα του: «αυτός σε
βρίζει κι εσύ χαμογελάς, δεν έχεις χολή μέσα σου, ρε παιδάκι μου;»·
-
έσπασε η χολή μου, φοβήθηκα πάρα πολύ, κατατρόμαξα: «κάποια στιγμή ένιωσα
να ταρακουνιέμαι κι έσπασε η χολή μου, γιατί νόμισα πως γινόταν σεισμός».
(Τραγούδι: ήρθαν κι οι δικοί σου και με πιάσανε να ενώσουν πάλι ό,τι
κομματιάσανε άσε μας, φιλί μου, έσπασε η χολή μου πόνεσαν κι εκείνοι που
ξεχάσανε)·
-
έχει κι ο μέρμηγκας χολή, έχει κι η μύγα σπλήνα, βλ. λ. μυρμήγκι·
-
κόπηκε η χολή μου ή μου κόπηκε η χολή, βλ. φρ. έσπασε η χολή
μου·
- μου ’σπασε τη χολή (μου), με φόβισε, με τρόμαξε πάρα πολύ:
«πετάχτηκε ξαφνικά απ’ τη γωνία μπροστά μου και μου ’σπασε τη χολή μου». (Λαϊκό
τραγούδι: σύρμα
εδώ σύρμα εκεί μου σπάει τη χολή μου, ζημιά μου κάνει στη δουλειά μου
κόβει το ψωμί μου)·
- μου ’φερε τη χολή στα μάτια, με νευρίασε πάρα πολύ, έγινε
ανυπόφορος: «πάρ’ τον από κοντά μου, γιατί μου ’φερε τη χολή στα μάτια με την
γκρίνια του κι είμαι έτοιμος να τον διαολοστείλω»·
-
ξερνάει χολή (εναντίον κάποιου), εκφράζεται με μεγάλη κακία εναντίον
κάποιον: «όποτε αναφέρεται στον τάδε, ξερνάει χολή, γιατί είναι βλέπεις
αντίζηλός του»·
-
ποτίζω χολή (κάποιον), πικραίνω κάποιον πάρα πολύ: «μπορεί να ποτίζουν
χολή τα παιδιά στους γονείς τους, αυτοί όμως πάντοτε τα συγχωρούν». (Λαϊκό
τραγούδι: με κατατρέξανε πολύ και με ποτίσανε χολή)·
-
στάζει χολή (εναντίον κάποιου), βλ. φρ. ξερνάει χολή·
- του κόβω τη χολή, βλ. φρ. του σπάω τη χολή·
- του σπάω τη χολή, του προκαλώ ξαφνικά μεγάλο φόβο,
τον τρομοκρατώ: «πετάχτηκα ξαφνικά μπροστά του μέσα στη νύχτα και του ’σπασα τη
χολή»·
-
χύνει χολή (εναντίον κάποιου), βλ. φρ. ξερνάει χολή.