χολέρα, η, ουσ.
[<αρχ. χολέρα], η χολέρα. 1. (για πρόσωπα) αυτός που έχει πολύ κακό
χαρακτήρα: «σ’ όποια παρέα κι αν μπήκε αυτή η χολέρα, τους έκανε όλους άνω
κάτω». 2. (για καταστάσεις) αυτή που είναι ιδιαίτερα δυσάρεστη: «πρέπει
να καθαρίσει ο τόπος απ’ αυτή την πολιτική χολέρα»·
-αέρα,
αέρα να φύγει η χολέρα! αντικυβερνητικό
σύνθημα από τους υποστηρικτές της εκάστοτε αντιπολίτευσης.