χνότο, το, ουσ.
[<μσν. χνότα <ίσως από το ουσ. ἀχνότης <αχνός], το χνότο·
-
βρομάνε τα χνότα του, βλ. φρ. βρομάνε τα χνότα του απ’ την πείνα·
- βρομάνε τα χνότα του απ’ την πείνα, είναι πολύ πεινασμένος,
λιμοκτονεί και, κατ’ επέκταση, είναι πολύ φτωχός: «απ’ τη μέρα που έχασε όλα
του τα λεφτά στο καζίνο, βρομάνε τα χνότα του απ’ την πείνα»·
-
δεν ταιριάζουν τα χνότα μας, δε συμφωνούμε, έχουμε διαφορετικές
αντιλήψεις ή συνήθειες, είναι δύσκολη η συμβίωσή μας ή η συνεργασία μας:
«αποφασίσαμε να χωρίσουμε, γιατί διαπιστώσαμε πως δεν ταιριάζουν τα χνότα μας ||
διαλύσαμε τη συνεργασία μας, γιατί είδαμε πως δεν ταιριάζουν τα χνότα μας».
Συνών. δεν τραγουδάμε το ίδιο τραγούδι·
-
μυρίζουν τα χνότα του, βλ. φρ. μυρίζουν τα χνότα του απ’ την πείνα·
- μυρίζουν τα χνότα του απ’ την πείνα, βλ. φρ. βρομάνε τα χνότα του
απ’ την πείνα·
- όποιον δεν τον αγαπούν και τα χνότα του βρομούν, σε έναν άνθρωπο που μας είναι
αδιάφορος, που δεν τον αγαπάμε, βρίσκουμε προφάσεις για να τον αποφεύγουμε, ή το
παραμικρό επάνω του μας φαίνεται ενοχλητικό: «αμάν, μωρ’ αδερφάκι μου, πολύ
αντιπαθητικός αυτός ο άνθρωπος. -Όποιον δεν τον αγαπούν και τα χνότα του
βρομούν». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εμ.