χιούμορ, το, άκλ. ουσ. [<αγγλ. humour], το χιούμορ. Χάριν αστεϊσμού
ακούγεται και χούμορ, το·
-
αγγλικό χιούμορ, το λεπτό, το φινετσάτο χιούμορ: «τ’ αγγλικό χιούμορ τ’
αντιλαμβάνονται μόνο οι καλλιεργημένοι άνθρωποι»·
-
(δεν) έχει την αίσθηση του χιούμορ, (δεν) μπορεί να εκφράζεται με
χιούμορ, (δεν) αντιλαμβάνεται το χιούμορ και (δεν) παρεξηγείται: «μην κάνεις
αστεία μαζί του, γιατί δεν έχει την αίσθηση του χιούμορ και παρεξηγείται
εύκολα»·
-
(δεν) έχει χιούμορ, (δεν) είναι διασκεδαστικός, ευχάριστος: «μ’ αρέσει
να κάνω παρέα μαζί του, γιατί έχει χιούμορ || δεν ξανακάνω παρέα μαζί του,
γιατί δεν έχει χιούμορ κι όλη την ώρα έχει κατεβασμένα τα μούτρα του»· βλ. και
φρ. (δεν) έχει την αίσθηση του χιούμορ·
- ζωή χωρίς χιούμορ θάλασσα χωρίς αλάτι, βλ. λ. ζωή·
- κάνω χιούμορ, εκφράζομαι με χιουμοριστική διάθεση: «δε θέλω να με
παρεξηγείς, γιατί το ’χω στο αίμα μου να κάνω χιούμορ»·
-
μαύρο χιούμορ, βλ. φρ. μπλακ χιούμορ·
- μπλακ χιούμορ [<αγγλ. black humour], μακάβρια αστεία ή ανέκδοτα:
«απεχθάνομαι το μπλακ χιούμορ». Παράδειγμα μπλακ χιούμορ: -Μπαμπά πού είναι η
γιαγιά; -Σκάσε και τρώγε.