χιλιόμετρο, το, ουσ. [<γαλλ. kilometre <ελλ. χίλια + μέτρον], το
χιλιόμετρο·
-
απ’ το θα μέχρι το κάνω, χιλιόμετρα πολλά, υπάρχει μεγάλη απόσταση από την
πρόθεση που έχει ή την υπόσχεση που δίνει κάποιος μέχρι να την πραγματοποιήσει:
«μου υποσχέθηκε πως θα με πάρει στη δουλειά του, αλλά να δούμε πότε, γιατί απ’
το θα μέχρι το κάνω, χιλιόμετρα πολλά»·
-
κάνω τα χιλιόμετρά μου, ασχολούμαι προσωπικά με κάτι, καταβάλλω
προσπάθειες για κάτι, ενεργοποιούμαι έντονα: «πρέπει να κάνεις κι εσύ τα
χιλιόμετρά σου και μην περιμένεις να σου τελειώσουν οι άλλοι τις δουλειές σου»·
-
όρθιο χιλιόμετρο, χαρακτηρισμός πάρα πολύ ψηλού ανθρώπου: «θα καταλάβεις
αμέσως για ποιον σου λέω, γιατί είναι όρθιο χιλιόμετρο».