χίλιοι, -ιες, -ια, αριθμητ. απόλ. [<αρχ. χίλιοι,
χίλια], χίλιοι. (Ακολουθούν 45 φρ.)·
-
άλλαξε χίλια χρώματα, βλ. λ. χρώμα·
-
άμα θέλω να σε βρίσω, χίλιες αφορμές σου βρίσκω, βλ. λ. αφορμή·
-
ανεβάζω χίλιους σφυγμούς, βλ. λ. σφυγμός·
-
απ’ το χίλια εννιακόσια τόσο, λέγεται για κάτι που υπάρχει ή που έγινε
από παλιά: «η φιλία μας ξεκινάει απ’ το χίλια εννιακόσια τόσο || έχει ένα
σαραβαλάκι απ’ το χίλια εννιακόσια τόσο»·
-
άπιαστα πουλιά, χίλια στον παρά, πουλί·
-
αφέντης ένας και πολύς, και χίλιοι φίλοι, λίγοι, βλ. λ. φίλος·
-
βάζω χίλια δυο με το μυαλό μου, βλ. λ. μυαλό·
-
δε θα γίνω (και) χίλια κομμάτια! βλ. λ. κομμάτι·
-
ενός λεπτού δουλειά, χίλια χρόνια ανεμελιά, βλ. λ. δουλειά·
-
έφυγε με χίλια, έφυγε αστραπιαία: «μόλις έμαθε πως χτύπησε η μάνα του,
έφυγε με χίλια για το σπίτι»·
-
… κι ας ψοφήσουν χίλι’ αρνιά, βλ. λ. αρνί·
-
λένε χίλια δυο πίσω του, βλ. λ. πίσω·
-
μ’ έκανε χίλια κομμάτια ή μ’ έχει κάνει χίλια κομμάτια, βλ. λ.κομμάτι·
-
με (τα) χίλια βάσανα, βλ. λ. βάσανο·
-
με (τα) χίλια ζόρια, βλ. λ. ζόρι·
-
με (τα) χίλια παρακάλια, βλ. λ. παρακάλι(ο)·
-
μια στις χίλιες, σε πάρα πολύ αραιά χρονικά διαστήματα: «απ’ αυτό το
μπαράκι περνάει μια στις χίλιες»·
-
μια φορά στα χίλια χρόνια, βλ. λ. χρόνος·
-
να ζήσεις χίλια χρόνια, βλ. λ. χρόνος·
-
πάει με χίλια, (για πρόσωπα ή τροχοφόρα) αναπτύσσει υπερβολική ταχύτητα:
«όταν τον κυνηγάνε, πάει με χίλια || αγόρασα ένα αυτοκίνητο που πάει με χίλια»·
-
περάσαμε χίλιες και μία νύχτες, βλ. λ. νύχτα·
-
Σαββάτο να ’ναι μάστορα (κι) ας είν’ και χίλιες ώρες, βλ. λ. Σάββατο·
-
σαν δε θέλω, γριά, να σε φιλήσω, χίλιες αφορμές σου βρίσκω, βλ. λ. γριά·
-
σαν και σένα, βρε κασίδη, χίλιους έχουμε στο ξίδι, βλ. λ. κασίδης·
-
σας ζητώ χίλια συγνώμη ή χίλια συγνώμη, βλ. λ. συγνώμη·
-
το φίδι που δε βλάπτει, να ζήσει χίλια χρόνια, βλ. λ. φίδι·
-
τον πάω με χίλια, (στη νεοαργκό) τον συμπαθώ απεριόριστα και για το λόγο
αυτό επιδιώκω την παρέα του, τη συντροφιά του: «επειδή είναι πολύ ιν, τον πάω
με χίλια». (Τραγούδι: σ’ αγαπώ και σε πάω με χίλια σου ’χω ζήλια)·
βλ. και φρ. τον πήγε με χίλια·
- τον πήγε με χίλια, τον μετέφερε με το όχημά του
αναπτύσσοντας υπερβολική ταχύτητα: «επειδή φοβόταν πως δε θα προλάβαινε τ’
αεροπλάνο, τον πήρε ο τάδε με τ’ αμάξι του και τον πήγε με χίλια στ’
αεροδρόμιο»· βλ. και φρ. τον πάω με χίλια·
- τρέχει με χίλια, βλ. συνηθέστ. πάει με χίλια·
- φέρνει από χίλιες βρύσες νερό, βλ. λ. βρύση·
- χείλι με χείλι το μαθαίνουν χίλιοι, βλ. λ. χείλι·
-
χίλια δυο, πάρα πολλά και διάφορα: «το τάδε σούπερ μάρκετ έχει χίλια δυο
αγαθά || έχει χίλια δυο κουσούρια». (Λαϊκό τραγούδι: μη μου πεις, μη μου
πεις πως τελειώσαν όσα δώσαν πνοή στη ζωή μου. Χίλιοι δυο, χίλια δυο με
προδώσαν και φοβάμαι και τρέμ’ η ψυχή μου // το ξέρω ζήτησες δουλειά, σε χίλια
δυο αφεντικά)·
-
χίλια και χίλια πόσα κάνουν; ή χίλια και χίλια πόσο κάνουν; λογοπαίγνιο
υπό τύπο αινίγματος, ανάμεσα στο αριθμητικό χίλια και στο ομόηχο πλ. χείλια,
του ουσ. χείλι. Η ζητούμενη απάντηση είναι ένα φιλί·
-
χίλια τα εκατό ή χίλια τοις εκατό, βλ. λ. εκατό·
-
χίλια χέρια ευλογημένα, πολλά στόματα καταραμένα, βλ. λ. χέρι·
-
χίλιες ξυλιές σε ξένο κώλο δεν πονάνε, βλ. λ. ξυλιά·
-
χίλιες ξυλιές σε ξένο κώλο πόσες παράδες κάνουν; βλ. λ. ξυλιά·
-
χίλιες φορές, βλ. λ. φορά·
-
χίλιες φορές χαλάλι, βλ. λ. χαλάλι·
-
χίλιοι δυο, πάρα πολλοί και διάφοροι: «μόλις μαθεύτηκε πως η είσοδος
ήταν δωρεάν, μαζεύτηκαν χίλιοι δυο που ήθελαν να μπουν μέσα». (Λαϊκό τραγούδι:
δεν έχει χίλιους δυο καημούς, δεν τονε δέρν’ ο πόνος, κι αν είναι
πλούσιος ή φτωχός αυτός το ξέρει μόνος)·
-
χίλιοι καλοί χωράνε, φιλοφρονητική έκφραση σε κάποιον που μας ρωτάει, αν
υπάρχει χώρος ή θέση για να μπει κάπου, ή να συμμετάσχει κι αυτός σε κάτι που
προγραμματίζεται από κάποιους·
-
χίλια μύρια, πάρα πολλά, πολυάριθμα: «πέρασε χίλια μύρια βάσανα, μέχρι
να σπουδάσει τα παιδιά του». (Λαϊκό τραγούδι: χίλια μύρια κύματα
μακριά το Αϊβαλί)·
- χίλιοι μύριοι, πάρα πολλοί, πολυάριθμοι: «με την οικονομική κρίση
της τελευταίας δεκαετίας, χίλιοι μύριοι έμειναν χωρίς δουλειά». (Αίνιγμα: χίλιοι
μύριοι καλογέροι σ’ ένα ράσο τυλιγμένοι), το ρόδι·
-
χίλιοι νεκροί καθόντανε στ’ αρρώστου το κρεβάτι, βλ. λ. νεκρός·
- χίλιοι φίλοι τίποτα, όταν εχθρός είναι ένας, βλ. λ. εχθρός·