χήρα, η, ουσ.
[<αρχ. χήρα], η χήρα·
-
αφού όλοι απόκλαψαν, δάκρυσε και η χήρα, λέγεται ειρωνικά για άτομο που
προσποιείται πως στενοχωριέται, πώς θλίβεται για το κακό που έπαθε κάποιος
οικείος του. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ναι μωρέ ή το σιγά
μωρέ·
- εύθυμη χήρα, λέγεται ειρωνικά για γυναίκα που έχει πεθάνει ο
άντρας της και αυτή, αντί να τον πενθεί, ζει χαρούμενη και ξέγνοιαστη ζωή:
«έχουμε στη γειτονιά μας μια εύθυμη χήρα, που μόλις τη βλέπουν οι άντρες, την
πειράζουν». Από την ομώνυμη οπερέτα του Ούγγρου συνθέτη Φ. Λεχάρ·
-
η χήρα μέσα κάθεται κι όξω την κουβεντιάζουν, η χήρα όσο και να είναι
τίμια, ο κόσμος είναι πάντα έτοιμος να σχολιάσει αρνητικά την ηθική της: «απ’
τη μέρα που έχασε τον άντρα της, προσπαθεί να είναι τύπος και υπογραμμός, όμως η
χήρα μέσα κάθεται κι όξω την κουβεντιάζουν»·
-
κάνει σαν τη χήρα στο κρεβάτι, βιάζεται, ανυπομονεί πάρα πολύ, αδημονεί
για κάτι: «του ’ταξα πως θα τον κεράσω στα μπουζούκια, και κάνει σαν τη χήρα
στο κρεβάτι». Από το ότι η χήρα, επειδή της λείπει ο άντρας, όταν της τύχει να
βρεθεί με κάποιον άντρα στο κρεβάτι, βιάζεται να αρχίσει η σεξουαλική
διαδικασία·
-
κλαίγονται οι χήρες, κλαίγονται κι οι παντρεμένες, λέγεται με ειρωνική
διάθεση σε όσους παραπονούνται, χωρίς να υπάρχει κάποιος πραγματικός λόγος: «ε
ρε, και να ’χα λεφτά, να δεις τι θα ’καμνα! -Κλαίγονται οι χήρες, κλαίγονται κι
οι παντρεμένες. Εσύ το λες αυτό, που σου άφησε ο πατέρας σου ολόκληρη
περιουσία;». Από το ότι οι χήρες από τη στιγμή που τους λείπει ο άντρας, δίκαια
παραπονιούνται που δεν έχουν κάποιον προστάτη ή κάποιον να τις επιβάλει τη
σεξουαλική πράξη, πράγμα για το οποίο δεν πρέπει να παραπονιούνται οι
παντρεμένες, αφού έχουν τον άντρα τους·
-
μαύρη χήρα, δηλητηριώδης αράχνη, που καταβροχθίζει το αρσενικό μετά το
ζευγάρωμα: «πέθανε από τσίμπημα μαύρης χήρας»·
-
ο οβολός της χήρας, μικρή οικονομική εισφορά, που όμως προέρχεται από το
υστέρημά μας: «έδωσαν οι άλλοι από ένα ποσό, έδωσα κι εγώ τον οβολό της χήρας»·
-
οι χήρες και τα ορφανά, χαρακτηρίζει κατηγορία ατόμων που έχουν μεγάλη
ανάγκη από φροντίδα, από προστασία: «η κοινωνική πολιτική της κυβέρνησης
δείχνει άμεσο ενδιαφέρον για τις χήρες και τα ορφανά»·
- την εθέλω και ας είν’ και χήρα και φτωχή και
κακομοίρα, βλ. λ. θέλω·
- το δίλεπτο της χήρας, βλ. συνηθέστ. ο οβολός της
χήρας. Πρβλ.: εἶδε δέ τινα χήραν πενιχράν βάλλουσαν ἐκεῖ δύο λεπτά
(Λουκά, κα΄ 2).