χήνα, η, ουσ.
[<μσν. χήνα <αρχ. χήν ὁ, ἡ], η χήνα· (στη γλώσσα της αργκό) το προ ευρώ χαρτονόμισμα
των χιλίων δραχμών, το παλιό χιλιάρικο: «έσκασα δέκα χήνες γι’ αυτό το
καυλιτζέκι». (Λαϊκό τραγούδι: τώρα που πήρα το πρώτο το λαχείο, τις
τετρακόσιες χιλιάδες μετρητά, τώρα θα δείτε πώς γλεντούνε μεγαλείο και πώς
μασάνε τις χήνες μια φορά)· βλ. και λ. χηνάρι·
-
βρήκε χήνα και τη μαδά, βρήκε πηγή ωφελημάτων, ιδίως κάποιον κουτό,
κάποιον αφελή, και τον εκμεταλλεύεται συστηματικά αποσπώντας του διάφορα
χρηματικά ποσά: «τον τελευταίο καιρό την έχει μια χαρά, γιατί βρήκε χήνα και τη
μαδά». Συνών. βρήκε αγελάδα κι αρμέγει / βρήκε βυζί και βυζαίνει / βρήκε την
κότα που (του) γεννάει τα χρυσά (τ’) αβγά ή βρήκε την κότα που (του)
κάνει τα χρυσά (τ’) αβγά·
-
κολυμπάει σαν χήνα ή κολυμπάει σαν τη χήνα, κολυμπάει έχοντας το
σώμα του οριζοντιωμένο και χωρίς να φαίνονται τα χέρια ή τα πόδια του: «την
κάνω πολύ κέφι να τη βλέπω να κολυμπάει σαν χήνα». (Λαϊκό τραγούδι: το πρωί
για τη Γλυφάδα, κούκλα μ’ αυτοκινητάδα, κολυμπούσες πάπια χήνα, και το
βράδυ στην Αθήνα)·
-
περπατάει σαν χήνα ή περπατάει σαν τη χήνα, (ιδίως για γυναίκα)
περπατάει μετατοπίζοντας σε κάθε βηματισμό τα οπίσθιά της προς το μέρος του
ποδιού που βγαίνει μπροστά: «πώς τη χαίρομαι, όταν τη βλέπω να περπατάει σαν
χήνα!». Το περπάτημα αυτό προπολεμικά θεωρούνταν πολύ κομψό και κολακευτικό για
τη γυναίκα, μεταπολεμικά όμως που άλλαξε η μόδα, μάλλον προκαλούσε το γέλιο·
βλ. και λ. πάπια·
-
το βάδισμα της χήνας, βλ. φρ. το βήμα της χήνας·
-
το βήμα της χήνας, τρόπος στρατιωτικού βηματισμού κατά τον οποίο οι
στρατιώτες προχωρούν με τα πόδια τους εντελώς τεντωμένα, καθώς τα σηκώνουν από
το έδαφος: «το βήμα της χήνας ήταν ο συνηθισμένος βηματισμός του ναζιστικού
στρατού»·
-
το περπάτημα της χήνας, βλ. φρ. το βήμα της χήνας.