χέσιμο, το, ουσ. [από το θέμα αορ. του ρ. χέζω + κατάλ. -ιμο],
το χέσιμο. 1. το ακατάσχετο υβρεολόγιο ή η πολύ αυστηρή επίπληξη: «του
άρχισε τέτοιο χέσιμο, που δεν μπόρεσε ν’ ανοίξει στιγμή το στόμα του ο άλλος» 2.
η περιφρονητική στάση: «τουλάχιστον από σένα που σε βοήθησα τόσες φορές, δεν
περίμενα τέτοιο χέσιμο!». 3. ο μεγάλος φόβος: «να τον δεις εσύ χέσιμο,
κάθε φορά που περνάει βραδιάτικα έξω από νεκροταφείο!». Από το ότι έχει
παρατηρηθεί πως σε περίπτωση μεγάλου φόβου, το άτομο τα κάνει επάνω του. Υποκορ.
χεσιματάκι, το·
- έφαγα ένα χέσιμο, με έβρισε κάποιος ακατάσχετα, με
επέπληξε πολύ αυστηρά: «έφαγα ένα χέσιμο απ’ τη μάνα μου, που της έσπασα το
καλό της το σερβίτσιο, που ήταν όλο δικό μου»·
-
ο γέρος ή από πέσιμο (πάει) ή από χέσιμο, βλ. λ. γέρος·
-
πάει για χέσιμο, α. ειρωνική απάντηση ή απάντηση αδιαφορίας στην
ερώτηση κάποιου πού πήγε ο τάδε ή πού είναι ο τάδε. β.απάντηση
που δίνουμε στην ερώτηση κάποιου πού πήγε ο τάδε ή πού είναι ο τάδε, όταν
δε θέλουμε να του αποκαλύψουμε πού πραγματικά πήγε ή πού είναι. Για συνών. βλ.
φρ. τον πήραν στην αεράμυνα, λ. αεράμυνα·
-
του πατώ ένα χέσιμο, βλ. φρ. του ρίχνω ένα χέσιμο·
- του ρίχνω ένα χέσιμο, τον βρίζω ακατάσχετα, τον
επιπλήττω πολύ αυστηρά: «μόλις έμαθε πως ο τάδε ενόχλησε την αδερφή του, πήγε
και του ’ριξε ένα χέσιμο, που ακούστηκε σ’ όλη τη γειτονιά»·
-
του τραβώ ένα χέσιμο, βλ. φρ. του ρίχνω ένα χέσιμο.