χελιδόνι, το, ουσ. [<αρχ. χελιδών], το χελιδόνι. Υποκορ. χελιδονάκι,
το·
-
ένα χελιδόνι δε φέρνει την άνοιξη, βλ. φρ. ένας κούκος δε φέρνει την
άνοιξη, λ. κούκος·
- μη σε γελάσει ο βάτραχος ή το χελιδονάκι, αν δε
λαλήσει ο τζίτζικας, δεν είν’ καλοκαιράκι, βλ. λ. τζίτζικας.