άφεση,
η, ουσ. [<ἄφεσις],
η άφεση·
- δίνω
άφεση αμαρτιών, συγχωρώ κάποιον για τις αταξίες ή τις παρανομίες που έχει
κάνει: «από δω και πέρα δε θα δώσω σε κανέναν άφεση αμαρτιών κι όποιος φταίει
θα τιμωρείται»·
- παίρνω
άφεση αμαρτιών, συγχωρούμαι για τις αταξίες ή τις παρανομίες που έχω κάνει:
«αν δεν έπαιρνα άφεση αμαρτιών απ’ τον διευθυντή μας, θα με απέλυαν απ’ τη
δουλειά».