χειρότερος, -η, -ο, επίθ. [συγκριτ. βαθμός του επιθ.
κακός, μσν. χειρότερος <αρχ. χείρων], χειρότερος· το ουδ. ως ουσ. το
χειρότερο, πλ. τα χειρότερα, δηλώνει επιδείνωση ή αποδοκιμασία: «το
χειρότερο απ’ όλα είναι να μην εγκριθεί το δάνειο || κι ακόμη δε μάθατε τα
χειρότερα!». Επίρρ. χειρότερα. (Ακολουθούν 15 φρ.)·
-
ακόμα χειρότερα! βλ. φρ. τόσο το χειρότερο(!)·
-
απ’ το κακό στο χειρότερο, βλ. λ. κακός·
-
είναι ο ένας χειρότερος απ’ τον άλλον ή είναι ο ένας χειρότερος του
άλλου, τα άτομα για τα οποία γίνεται λόγος συναγωνίζονται μεταξύ τους
-
έλπιζε το καλύτερο και περίμενε το χειρότερο, βλ. λ. περιμένω·
-
κάθε φέτος και χειρότερα, βλ. λ. φέτος·
-
(και) μη χειρότερα! α. ευχή να μη συμβεί κάτι χειρότερο από αυτό
που μας συμβαίνει ή βλέπουμε. (Λαϊκό τραγούδι: και βουλιάζει η ζωή μας στα
λασπόνερα, βοήθα Παναγιά μου και μη χειρότερα). β. έκφραση
αποδοκιμασίας ή δυσφορίας για κάτι, που μας λένε ή για κάτι που μας συμβαίνει,
ή για κάτι που κάνουμε και εκ των υστέρων μετανιώνουμε: «μη χειρότερα, να δούμε
τι θ’ ακούσουμε ακόμα! || και μη χειρότερα, πάλι πλημμύρισε το υπόγειο! || μη
χειρότερα, τι μαλακίες κάνω!». (Λαϊκό τραγούδι: μη χειρότερα,
Θεέ μου, έσπασα τον αργιλέ μου). γ. έκφραση με την οποία εκφράζουμε
τη δυσαρέσκεια ή τη δυσφορία μας για τις παράλογες ενέργειες ή απαιτήσεις
κάποιου. δ. δίνεται και ως απάντηση στην ερώτηση κάποιου πώς πας ή
πώς τα πας ή πώς πάνε τα πράγματα, και δηλώνει πως στη δουλειά
μας και γενικά στη ζωή μας αντιμετωπίζουμε σοβαρές δυσκολίες·
-
ο καλύτερος γιαβουκλούς, ο χειρότερος άντρας, βλ. λ. άντρας·
-
ο χειρότερος σύζυγος, ο καλύτερος σύντροφος, βλ. λ. σύντροφος·
-
ούτε (και) στο χειρότερο εχθρό μου, βλ. λ. εχθρός·
-
πάει προς το χειρότερο, λέγεται για κάποιον ή για κάτι που επιδεινώνεται
σταδιακά: «ο άρρωστος πάει προς το χειρότερο || η δουλειά πάει προς το
χειρότερο || ο καιρός πάει προς το χειρότερο»·
-
πάω απ’ το κακό στο χειρότερο, βλ. λ. κακός·
-
τα πράγματα πηγαίνουν απ’ το κακό στο χειρότερο, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- τόσο το χειρότερο! ακόμη χειρότερα: «τόσο το χειρότερο
για μένα, αν τον βοηθήσει ο τάδε βιομήχανος!»·
-
χειρότερα δε γίνεται, α. η κατάσταση είναι πολύ απελπιστική,
έφτασε στο απροχώρητο: «η δουλειά πάει τόσο άσχημα, που χειρότερα δε γίνεται ||
είναι τόσο άσχημα η υγεία του, που χειρότερα δε γίνεται». β. δίνεται και
ως απάντηση στην ερώτηση κάποιου πώς πας ή πώς τα πας ή πώς
πάνε τα πράγματα, και δηλώνει πως στη δουλειά μας και γενικά στη ζωή μας
βρισκόμαστε σε απελπιστική κατάσταση·
-
χειρότερο(ς) δε γίνεται, (για πρόσωπα ή πράγματα) που βρίσκεται σε τέλεια
εξαθλίωση: «παντρεύτηκε έναν που χειρότερος δε γίνεται || αγόρασε ένα μεταχειρισμένο
αυτοκίνητο που χειρότερο δε γίνεται».