χειροκίνητη, η, ουσ. [θηλ. του επιθ. χειροκίνητος], η μαλακία, ο
αυνανισμός: «όταν έχει να πάει καιρό με γυναίκα, ας είναι καλά η χειροκίνητη»·
-
δουλεύει χειροκίνητη, συνηθίζει να αυνανίζεται, να μαλακίζεται: «δεν
πολυσκοτίζεται για τις γυναίκες, γιατί δουλεύει χειροκίνητη». Συνήθως
συνοδεύεται από τις χαρακτηριστικές κινήσεις του αυνανισμού. Συνών. δουλεύει
μαναβέλα / δουλεύει χειροποίητη / δουλεύει χειροτεχνία·
- το ρίχνει στη χειροκίνητη, αυνανίζεται, μαλακίζεται: «όταν
έχει καιρό να πάει με γυναίκα, το ρίχνει στη χειροκίνητη». Συνήθως συνοδεύεται
από τις χαρακτηριστικές κινήσεις του αυνανισμού. Συνών. το ρίχνει στη
μαναβέλα / το ρίχνει στη χειροποίητη / το ρίχνει στη χειροτεχνία.