χειροβομβίδα, η, ουσ. [<χειρο- + βομβίς, υποκορ. του ουσ. βόμβα],
η χειροβομβίδα. 1. οινοπνευματώδες ποτό κακής ποιότητας, νοθευμένο, που
φέρνει αμέσως ζαλάδα ή στομαχική διαταραχή: «δεν ξαναπατάω σ’ αυτό το μπαράκι,
γιατί σερβίρουν χειροβομβίδες». Συνών. μπόμπα (2) / πετρέλαιο (2). 2.
η μεγάλη βλακεία: «σ’ αυτή την παρέα, όταν γίνεται κουβέντα οι
χειροβομβίδες παίρνουν και δίνουν»·
-
αμολάει χειροβομβίδες, λέει μεγάλες βλακείες: «κάθε φορά που ανοίγει το
στόμα του, αμολάει χειροβομβίδες»·
-
είναι απασφαλισμένη χειροβομβίδα, (για υποθέσεις ή καταστάσεις) είναι πολύ
επικίνδυνη, είναι εκρηκτική: «οι χωματερές στην περιοχή της Αττικής, είναι
απασφαλισμένη χειροβομβίδα, γιατί είναι εστία πολλών ασθενειών»·
-
με χειροβομβίδα κουρεύτηκες; ειρωνικό πείραγμα σε πολύ κακοκουρεμένο
άτομο. Συνών. στο Ι.Κ.Α. κουρεύτηκες;