χειμώνας, ο, ουσ. [<αρχ. χειμών + κατάλ. αιτιατ. -ώνα], ο
χειμώνας· άσχημη ψυχολογική κατάσταση, θλίψη, κατάθλιψη: «η καρδιά της γέμισε
από χειμώνα». (Τραγούδι: στης ζωής μου το χειμώνα άνθισε μια ανεμώνα).
(Ακολουθούν 20 φρ.)·
-
άνοιξες πόρτα για το χειμώνα! βλ. λ. πόρτα·
-
από Μάρτη καλοκαίρι κι από Αύγουστο χειμώνα, από το ότι, πολλές φορές,
από το μήνα Μάρτιο ο καιρός αρχίζει κατά διαστήματα να ζεσταίνει θυμίζοντας
καλοκαίρι κι από τον Αύγουστο με τα μελτέμια αρχίζει κατά διαστήματα να
ψυχραίνει θυμίζοντας χειμώνα. Συνών. από Μαρτιού πουκάμισο κι απ’ Αύγουστο
σεγκούνι·
-
βαρύς χειμώνας, που κάνει δυνατό, αφόρητο κρύο, χιόνια και παγωνιά:
«φέτος είχαμε τόσο βαρύ χειμώνα, που θύμιζε Σιβηρία». (Τραγούδι: τι χειμώνας
βαρύς, έλα απόψε νωρίς)·
-
γιατί, θα σε πιάσω πόρτα για το χειμώνα; βλ. λ. πόρτα·
-
γλυκός χειμώνας, που είναι μαλακός, ήπιος: «φέτος περάσαμε γλυκό χειμώνα
και δε φόρεσα ούτε μια φορά παλτό»·
-
ένα μυαλό χειμώνα καλοκαίρι! βλ. λ. μυαλό·
-
έπιασε (ο) χειμώνας ή μας έπιασε (ο) χειμώνας, α. χειμώνιασε:
«φέτος έπιασε νωρίς ο χειμώνας». β. λέγεται για ψυχρό καιρό, άσχετα από
την εποχή που διανύουμε: «τι γίνεται, ρε παιδιά, Μάης μήνας και μας έπιασε
χειμώνας!». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
-
θρέψε λύκο το χειμώνα να σε φάει το καλοκαίρι, βλ. λ. λύκος·
-
καλό χειμώνα! ευχή σε κάποιον να περάσει εύκολο χειμώνα·
-
μαζεύει ήλιο για το χειμώνα, βλ. λ. ήλιος·
-
μέσα στην καρδιά του χειμώνα, βλ. λ. καρδιά·
-
μήτε Μάρτης καλοκαίρι μήτε Αύγουστος χειμώνας, βλ. λ. Μάρτης·
-
ο χειμώνας της ζωής, η γεροντική ηλικία, τα γηρατειά: «παρόλο που
βρίσκεται στο χειμώνα της ζωής του, δεν εννοεί να το βάλει κάτω και να
παραδεχτεί πως ξόφλησε»·
- όποιος τον Αύγουστο γαμεί, κακό χειμώνα βγάζει, δηλώνει πως ο άνθρωπος πρέπει να
είναι προνοητικός: «άσε τα γλέντια και τις διασκεδάσεις και προγραμμάτισε τη
ζωή σου, γιατί, όποιος τον Αύγουστο γαμεί, κακό χειμώνα βγάζει». Πρβλ.: το τζιτζίκι και μυρμήγκι (Αίσωπος).Συνών. αν
ζυμώσεις το πρωί, αποβραδίς κοσκίνα / άναψε το φανάρι σου, προτού να σ’ εύρει η
νύχτα / ήρθε ο Άι Λιας, μάσε τα δαδιά σ’, ήρθε κι ο Σταυρός, κάτσε και
πυρώσ’ / των φρονίμων τα παιδιά, πριν πεινάσουν μαγειρεύουν. Αντίθ. άμα
δεν πεινάσει, δε ζυμώνει·
- στην καρδιά του χειμώνα, βλ. λ. καρδιά·
-
στο χειμώνα της ζωής μου ή στης ζωής μου το χειμώνα, στα γεράματά
μου: «στο χειμώνα της ζωής του εγκατέλειψε την πόλη κι επέστρεψε στο χωριό
του». (Λαϊκό τραγούδι: στης ζωής μου το χειμώνα, άνθισε μια
ανεμώνα)·
-
τον έπιασες πόρτα για το χειμώνα! βλ. λ. πόρτα·
-
φύλαξε φίδι το χειμώνα να σε δαγκώσει το καλοκαίρι, βλ. λ. φίδι·
-
χειμώνα καιρό, χειμωνιάτικα, σε περίοδο χειμώνα: «χειμώνα καιρό κι ο
διαχειριστής της πολυκατοικίας έχει σβηστά τα καλοριφέρ»·
-
χειμώνα καλοκαίρι, αδιάκοπα, συνέχεια, σε όλη τη διάρκεια του χρόνου:
«αυτός έχει δουλειά χειμώνα καλοκαίρι». (Λαϊκό τραγούδι: χαρείτε νέοι τη ζωή
χειμώνα καλοκαίρι,γιατί θα είναι πια αργά, όταν θα είστε γέροι).