χέζομαι, ρ.
[<χέζω], χέζομαι. 1. κυριεύομαι από μεγάλο φόβο: «μόλις άκουσε πως
έρχονται οι μπάτσοι, χέστηκε». Από το ότι συμβαίνει να τα κάνει επάνω του
κάποιος σε στιγμή μεγάλου ή ξαφνικού φόβου. 2. δείχνω μεγάλη δειλία:
«κάθε φορά που κάποιος τον αγριεύει, χέζεται και το βάζει στα πόδια». 3.
μου προκύπτει κάτι σε μεγάλο βαθμό, σε μεγάλη ποσότητα: «χέστηκα στις
παραγγελίες». 4. στον αόρ. χέστηκα, μου είναι τελείως αδιάφορο:
«αν δεν έρθεις στην ώρα που είπαμε, θα φύγω. -Χέστηκα». 5. στον πλ. χεστήκαμε,
μαλώσαμε άγρια, ιδίως ανταλλάσσοντας βαριές βρισιές: «αν είναι κι ο τάδε
μαζί σας εγώ δεν έρχομαι, γιατί προχτές χεστήκαμε». (Ακολουθούν 22 φρ.)·
-
α χέσου! ή άι χέσου! (επιθετικά) άσε με στην ησυχία μου, παράτα
με, παράτα μας. Εκστομίζεται και ως βρισιά. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το βρε
ή το ρε· βλ. και φρ. δεν πα(ς) να χεστείς(!)·
-
δε χέζεσαι! βλ. φρ. δεν πα(ς) να χεστείς(!)·
- δεν πα(ς) να χεστείς! α. λέγεται ειρωνικά σε άτομο που μας
ζητάει απίθανες εκδουλεύσεις και που βέβαια δεν είμαστε διατεθειμένοι να τις
πραγματοποιήσουμε, ή λέγεται ειρωνικά σε άτομο που αντιλαμβανόμαστε πως
επιδιώκει να μας εξαπατήσει: «δεν πα’ να χεστείς, που θα σου δώσω τόσα λεφτά
χωρίς καμιά εγγύηση!». β. εκστομίζεται και ως βρισιά. Συνήθως της φρ.
προτάσσεται το βρε ή το ρε·
- είπαμε τη γριά να κλάσει κι αυτή χέστηκε, βλ. λ. κλάνω·
-
έκλασε ο άρρωστος, χέστηκε ο γιατρός, βλ. λ. γιατρός·
-
θα σε κάνω να χεστείς, (απειλητικά) θα σου επιβάλλω πολλές φορές τη
σεξουαλική πράξη, θα σε καταγαμήσω: «μη μου κουνιέσαι εμένα, γιατί θα σε κάνω
να χεστείς». Από το ότι, από τις πολλές φορές που θα του επιβάλλω τη σεξουαλική
πράξη θα του έρθει ακράτεια·
-
του είπαμε να κλάσει κι αυτός χέστηκε, βλ. λ. κλάνω·
- χέζεται στα λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
- χέζεται στο τάλιρο, βλ. λ. τάλιρο·
-
χέζεται στο χρήμα, βλ. λ. χρήμα·
-
χέζομαι στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
-
χέστηκ’ η Φατμέ στο Γενί τζαμί, βλ. λ. τζαμί·
-
χέστηκ’ η φοράδα στ’ αλώνι, βλ. λ. φοράδα·
-
χέστηκ’ ο Πολύδωρος που ’ταν στα πόδια γρήγορος, βλ. λ. πόδι·
-
χέστηκα (χεστήκαμε) κι η βάρκα έγειρε ή χέστηκα (χεστήκαμε) κι η
βάρκα γέρνει, βλ. λ. βάρκα·
-
χέστηκε απ’ το φόβο του, βλ. λ. φόβος·
-
χέστηκε απάνω του, βλ. λ. απάνω·
-
χέστηκε η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
-
χέστηκε στα λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
-
χέστηκε στο σώβρακο ή χέστηκε στο σώβρακό του ή χέστηκε στα
σώβρακα ή χέστηκε στα σώβρακά του, βλ. λ. σώβρακο·
-
χέστηκε στο τάλιρο, βλ. λ. τάλιρο·
-
χέστηκε στο χρήμα, βλ. λ. χρήμα.