χαψιά, η, ουσ.
[από το θέμα αορ. του ρ. χάφτω + κατάλ. -ιά]. 1. η μπουκιά: «έφαγε το
γλυκό με μια χαψιά»· (για τροφές) πολύ μικρή ποσότητα: «μου ’δωσε κι εμένα μια
χαψιά απ’ την πίτα του για να με ξεγελάσει». (Λαϊκό τραγούδι: και το φεγγάρι
μια χαψιά κι ο ουρανός μια μαντεψιά μα πάμε μπράτσο-μπράτσο)·
-
μια χαψιά άνθρωπος ή μιας χαψιάς άνθρωπος, λέγεται για άνθρωπο
που είναι μικρός στην ηλικία ή πολύ μικρόσωμος και, κατ’ επέκταση, άνθρωπος
ανάξιος λόγου, ασήμαντος, τιποτένιος: «μια χαψιά άνθρωπος και θέλησε να τα
βάλει μ’ αυτόν το γίγαντα! || μιας χαψιάς άνθρωπος και ονειρεύεται μεγαλεία!».
Συνών. μια μπουκιά άνθρωπος ή μιας μπουκιάς άνθρωπος / μια πήχη
άνθρωπος ή μιας πήχης άνθρωπος / μια πιθαμή άνθρωπος ή μιας
πιθαμής άνθρωπος / μια πορδή άνθρωπος ή μιας πορδής άνθρωπος / μια
σταλιά άνθρωπος ή μιας σταλιάς άνθρωπος / μια φτυσιά άνθρωπος ή μιας
φτυσιάς άνθρωπος / μια φυσηξιά άνθρωπος ή μιας φυσηξιάς άνθρωπος·
-
τον κάνω μια χαψιά, τον κατανικώ με μεγάλη ευχέρεια: «μου είναι αδύνατο
να μαλώσω μαζί του, γιατί τον κάνω μια χαψιά». Συνών. τον κάνω μια μπουκιά.