χάψη, η, ουσ.
[<τουρκ. hapsi], (στη γλώσσα της αργκό) η φυλακή: «κάνει σαν τρελός για
γυναίκα, γιατί μόλις βγήκε απ’ τη χάψη».). Συνών. αλυσίδες (3) / κάγκελα (3)
/ μπουζού (3) / σίδερα (4) / στενή (2) / στρουγκού / φρέσκο / ψειρού·
- μπαίνω στη χάψη, μπαίνω στη φυλακή, φυλακίζομαι:
«αν συνεχίσεις τις αλητείες, σε βλέπω να μπαίνεις στη χάψη»·
- τον βάζω στη χάψη, βλ. φρ. τον ρίχνω στη χάψη·
- τον ρίχνω στη χάψη, τον φυλακίζω: «μετά την
καταδικαστική απόφαση τον έριξαν στη χάψη». (Τραγούδι: κι εκεί στου
μακελειού την άψη δαγκώνω τα σκοινιά τα λύνω και μα τον άγιο Κωνσταντίνο όλους
τους ρίχνω μες στη χάψη δεμένους με τα χέρια πίσω).