χάψα, η, ουσ.
[από το θέμα αορ. του ρ. χάφτω + κατάλ. -α], συνήθως στον πλ. οι χάψες, οι
μεγάλες μπουκιές: «είχε τέτοια πείνα, που, μόλις του πρόσφεραν το φαγητό,
άρχισε τις χάψες, χωρίς να νοιάζεται για κανέναν»·
-
βούτες, μάσες, χάψες, βλ. λ. βούτα·
-
χάψες, μάσες, ξάπλες, βλ. φρ. μάσες, ξάπλες, φούμες, λ. μάσα.