αφεντικό,
το, θηλ. αφεντικίνα,
η, ουσ. [<μσν. επίθ. ἀφεντικός <μτγν. αὐθεντικός]. 1. ο
ιδιοκτήτης καταστήματος ή άλλης επιχείρησης ή αυτός που είναι ιδιοκτήτης σε
κάτι: «ποιος είναι τ’ αφεντικό σ’ αυτό το μαγαζί; || ποιος είναι τ’ αφεντικό
αυτού του αυτοκινήτου;». (Λαϊκό τραγούδι: ξέρω ζήτησες δουλειά σε χίλια αφεντικά
// τ’ άλογο του καβαλάρη έχει ένα αφεντικό, στην καλύβα τη δική μου
νοικοκύρης είμ’ εγώ). 2. ο νόμιμος κάτοχος: «ποιο είναι τ’ αφεντικό
αυτού του αυτοκινήτου;». (Λαϊκό τραγούδι: κατά κακή του σύμπτωση να και το αφεντικό
του, τον τράβαγε και μου ’λεγε πως ήτανε δικό του). 3α. ως
επιφών. αφεντικό! φιλική ή τιμητική προσφώνηση σε οικείο άτομο ή σε άτομο
που αναγνωρίζουμε την αξία του, την ανωτερότητά του και του δίνουμε το
προβάδισμα: «ω, καλώς ήρθες αφεντικό!». (Λαϊκό τραγούδι: έλα να σου πω τη
μοίρα, έλ’ αφεντικό, ξέρω κρύβεις στην καρδιά σου κάποιο μυστικό). β.
λέγεται και με ειρωνική διάθεση: «τι θα γίνει με σένα, ρε αφεντικό, πάλι χωρίς
δουλειά έμεινες!». Συνών. αρχηγέ! (2α, β) / γιατρέ! (3α, β) / γίγαντα! (4α,
β) / δάσκαλε! (4α, β) / καπετάνιε! (4α, β) / μάστορα! (4α, β) / μεγάλε! (9α, β)
/ ντόκτορ! (3α, β) / στρατηγέ! / τσιφ! (3α, β). 4α. στον πλ. τα
αφεντικά, το ζευγάρι, ο κύριος και η κυρία του σπιτιού σε σχέση με το
υπηρετικό ή υπαλληλικό προσωπικό: «όταν λείπουν τ’ αφεντικά μας, κάνουμε ό,τι
θέλουμε μέσα στο σπίτι». β. οι κεφαλαιούχοι, οι βιομήχανοι, οι εργοδότες
σε σχέση με την εργαζόμενη τάξη: «τ’ αφεντικά πίνουν το αίμα του λαού || κάτω
τ’ αφεντικά!»·
- εξαιτίας
του αφεντικού του, το σκυλί δεν το χτυπάνε, λέγεται στην περίπτωση που, οι
υπάλληλοι ή οι οπαδοί, τα μέλη κάποια οργάνωσης, χαίρουν προστασίας εξαιτίας
της δύναμης που έχει το αφεντικό ή ο αρχηγός τους: «δουλεύει στην τάδε μεγάλη
επιχείρηση και κάνει ό,τι θέλει μέσ’ στην αγορά γιατί, βλέπεις, εξαιτίας του
αφεντικού του, το σκυλί δεν το χτυπάνε || ανήκει στη συμμορία του τάδε κι
επειδή, εξαιτίας του αφεντικού του, το σκυλί δεν το χτυπάνε, ούτε κι
αστυνομικοί τον ενοχλούνε»·
- ό,τι
πεις εσύ αφεντικό! α. έκφραση δουλικής υποταγής στις επιθυμίες
κάποιου ισχυρού. Από τη στερεότυπη έκφραση του μπακαλόγατου (βλ. λ.) σε
παλιότερες εποχές. β. λέγεται και με ειρωνική διάθεση σε κάποιον που μας
ζητάει κάτι και που βέβαια δεν είμαστε διατεθειμένοι να του το δώσουμε:
«δάνεισέ μου εκατό χιλιάρικα. -Ό,τι πεις εσύ αφεντικό!».
- τ’
αφεντικό τρελάθηκε και τα ’βαλ’ όλα τζάμπα, στερεότυπη έκφραση πωλητή, ιδίως πλανόδιου ή σε
λαϊκή αγορά, που διαλαλεί το εμπόρευμά του, με την έννοια ότι το πουλάει σε
πάρα πολύ φτηνή τιμή·
- το
μεγάλο αφεντικό, ο
απόλυτος κυρίαρχος σε ένα επαγγελματικό, εργασιακό παράνομο ή νόμιμο, πολιτικό
ή αθλητικό χώρο: «το μεγάλο αφεντικό στην αγορά είναι ο τάδε έμπορος || το
μεγάλο αφεντικό της νύχτας είναι ο τάδε || το μεγάλο αφεντικό στο τάδε κόμμα
είναι ο γενικός του γραμματέας || το μεγάλο αφεντικό στο ποδόσφαιρο είναι η
δική μας ομάδα γιατί έχει πάρει τα περισσότερα πρωταθλήματα».