αφεντιά,
η, ουσ.
[<μσν. ἀφεντία <μτγν. αὐθεντία]. 1. η αρχοντιά, η γενναιοδωρία:
«έχει αφεντιά αυτός ο άνθρωπος». 2. με τις αντων. μου, σου, του, της
κ.λπ., εγώ ο ίδιος, (εσύ, αυτός κ.λπ): «ας μην επενέβαινε η αφεντιά μου,
και θα σου ’λεγα εγώ τι δάνειο θα ’παιρνες απ’ την τράπεζα! || ήρθε πρωί πρωί η
αφεντιά του να εισπράξει τα κοινόχρηστα». 3α. ως ειρωνική προσφώνηση σε
οικείο πρόσωπο: «μπα, καλώς την αφεντιά σου! || μεγάλωσαν οι δουλειές του και
δε μας καταδέχεται η αφεντιά του!». (Τραγούδι: ο πρώτος προβοκάτορας απ’
όλους στη ζωή μου, είναι η αφεντιά σου που αντιγράφει τη φωνή μου,
άλλαξες το σώμα μου με έπιπλα και σκεύη, σαν τον σοσιαλισμό που σε βολεύει).
β. ως προσφώνηση συμπάθειας: «καιρό είχα να δω την αφεντιά σου!»·
- για
την αφεντιά σου, α. (ειρωνικά) για σένα, για χάρη σου: «δε θα χαλάσω
το πρόγραμμά μου για την αφεντιά σου». β. λέγεται και με συμπάθεια:
«ήρθα μόνο και μόνο για την αφεντιά σου»·
- τι
κάνει η αφεντιά σου; πώς είσαι; πώς τα περνάς; Λέγεται και με ειρωνική
διάθεση·
- τι
λέει η αφεντιά σου! (ειρωνικά) είσαι γελασμένος, αν νομίζεις πως πιστεύω
πως τα πράγματα είναι ή έγιναν έτσι όπως τα λες, ή είσαι γελασμένος, αν
νομίζεις πως τα πράγματα θα γίνουν έτσι όπως τα θέλεις ή όπως σε συμφέρουν. Για
συνών. βλ. φρ. τι λέει το μηλίγγι σου! λ. μηλίγγι.