αγιοπερίστερο,
το, ουσ.
[<αγιο- + περιστέρι], αυτός που υποκρίνεται τον ήσυχο, το φρόνιμο, τον αγνό,
τον κουτό, ενώ στην πραγματικότητα είναι πονηρός: «εμένα δεν μπορείς να με
ξεγελάσεις, γιατί ξέρω τι αγιοπερίστερο είσαι!»·
- κάνω
τ’ αγιοπερίστερο, βλ. συνηθέστ. κάνω την αθώα περιστερά, λ.
περιστερά.