χατίρι, το, ουσ. [<τουρκ. hatir], οτιδήποτε γίνεται ή
προσφέρεται από εύνοια, η ικανοποίηση της επιθυμίας κάποιου, η χάρη. Υποκορ. χατιράκι,
το·
- για χατίρι, για χάρη: «μάλωσε μ’ ολόκληρη παρέα για χατίρι της
αδερφής του». (Λαϊκό τραγούδι: τότε χίπης τώρα γιάπης για χατίρι της
αγάπης)·
-
για το χατίρι σου, για χάρη σου. (Λαϊκό τραγούδι: εγώ για το
χατίρι σου, μπεμπέκα μου, απόψε θα χωρίσω απ’ τη γυναίκα μου)·
- δε χαλώ χατίρι, δε δυσαρεστώ κανέναν: «όταν είμαι στις καλές μου, ό,τι
και να μου ζητήσουν, δε χαλώ χατίρι»·
-
έγινε το χατίρι του, ικανοποιήθηκε η επιθυμία του: «αφού έγινε το χατίρι
του, τι θέλει και φωνάζει πάλι;»·
-
κάνε μου το χατίρι, παρακλητική έκφραση με την έννοια κάνε μου τη χάρη,
την εξυπηρέτηση, εξυπηρέτησέ με: «κάνε μου το χατίρι όπως έρχεσαι, να μου
αγοράσεις ένα πακέτο τσιγάρα, γιατί δεν μπορώ να φύγω απ’ τη δουλειά μου!».
(Λαϊκό τραγούδι: δε λογαριάζω τα λεφτά, κάντε μου το χατίρι, αρκεί το
βασανάκι μου να βγει στο παραθύρι)·
-
κάνω χατίρια (χατιράκια), δεν είμαι αμερόληπτος, χαρίζομαι: «ένας σωστός
δάσκαλος δεν πρέπει να κάνει χατίρια στους μαθητές του»·
-
μεγάλο το χατίρι σου! μεγάλη η χάρη σου. (Λαϊκό τραγούδι: μεγάλο
το χατίρι σου, να πίνω απ’ το ποτήρι σου, για σένα να μεθάω)·
-
του κάνω τα χατίρια ή του κάνω το χατίρι, ικανοποιώ πρόθυμα τις
επιθυμίες του: «όχι πάντα, αλλά συνήθως του κάνω τα χατίρια, γιατί του ’χω
αδυναμία»·
-
του χαλώ το χατίρι, δεν εκπληρώνω την επιθυμία του, τη χάρη, την
εξυπηρέτηση που μου ζητάει: «κι εσύ θα του χαλούσες το χατίρι, αν σου φερόταν
με τόσο ανάρμοστο τρόπο». (Λαϊκό τραγούδι: αφού μου λες πως μ’ αγαπάς, μη
μου χαλάς χατίρι, έλα να πά’ ν’ αράξουμε κι οι δυο στο μοναστήρι).