χαστούκι, το, ουσ. [;], το χαστούκι. 1. το ηθικό πλήγμα, ο
ηθικός εξευτελισμός που δέχεται κάποιος: «η απόφαση του δικαστηρίου ήταν
χαστούκι γι’ αυτόν». 2. η πολύ μεγάλη απογοήτευση που νιώθει κανείς: «η
αδιαφορία του φίλου του στο μεγάλο του πρόβλημα ήταν γι’ αυτόν ένα χαστούκι».
(Λαϊκό τραγούδι: κι αν η μοίρα μας ταράζει στα χαστούκια κι αν στα
μάγουλα το δάκρυ κάνει λούκια). Υποκορ. χαστουκάκι, το. (Λαϊκό
τραγούδι: ζόρικο τον θέλω και σκληρό αντράκι, να μου ρίχνει πού και πού κάνα
χαστουκάκι). (Ακολουθούν 16 φρ.)·
-
είναι για χαστούκια, πρέπει να τιμωρηθεί με ξυλοδαρμό ή συμπεριφέρεται
με τέτοιο τρόπο, σαν να επιδιώκει να φάει ξύλο: «αφού κατηγορεί συνέχεια την
παρέα μας χωρίς λόγο, είναι για χαστούκια». Συνών. είναι για γροθιές / είναι
για ζίλια / είναι για καρπαζιές / είναι για κλοτσιές / είναι για μπάτσα ή είναι
για μπάτσες / είναι για μπουνιές / είναι για ξύλο / είναι για σκαμπίλια / είναι
για σφαλιάρες / είναι για φάπες / είναι για φούσκους·
-
έφαγε χαστούκια ή έφαγε τα χαστούκια του, ξυλοκοπήθηκε από
κάποιον: «πήγε να κάνει τον άγριο στον τάδε κι έφαγε τα χαστούκια του». Συνών. έφαγε
ζίλια ή έφαγε τα ζίλια του / έφαγε καρπαζιές ή έφαγε τις
καρπαζιές του / έφαγε μπάτσα ή έφαγε μπάτσες ή έφαγε τα μπάτσα
του ή έφαγε τις μπάτσες του / έφαγε σκαμπίλια ή έφαγε τα
σκαμπίλια του / έφαγε σφαλιάρες ή έφαγε τις σφαλιάρες του / έφαγε φάπες ή
έφαγε τις φάπες του / έφαγε φούσκους ή έφαγε τους φούσκους του·
-
θέλει χαστούκια ή θέλει τα χαστούκια του ή τα θέλει τα
χαστούκια του, βλ. φρ. είναι για χαστούκια·
-
τα χαστούκια της ζωής ή της ζωής τα χαστούκια, τα ηθικά πλήγματα,
οι ατυχίες και οι απογοητεύσεις που δέχεται κάποιος κατά τη διάρκεια της ζωής
του: «δεν αντέχω άλλο τα χαστούκια της ζωής». (Λαϊκό τραγούδι: όπα όπα τα
μπουζούκια όπα και ο μπαγλαμάς, της ζωής μας τα χαστούκια με το γλέντι
τα ξεχνάς)·
-
τον πέθανα στα χαστούκια, βλ. φρ. τον τρέλανα στα χαστούκια·
-
τον πλάκωσα στα χαστούκια, τον χτύπησα αλλεπάλληλες φορές στο πρόσωπο:
«τον πλάκωσα στα χαστούκια, γιατί μου έβρισε τη μάνα». Συνών. τον πλάκωσα
στα ζίλια / τον πλάκωσα στις καρπαζιές / τον πλάκωσα στα μπάτσα ή τον πλάκωσα
στις μπάτσες / τον πλάκωσα στα σκαμπίλια / τον πλάκωσα στις σφαλιάρες / τον
πλάκωσα στις φάπες / τον πλάκωσα στους φούσκους·
-
τον τάραξα στα χαστούκια, τον έδειρα άγρια, τον ξυλοκόπησα: «όταν κάποια
στιγμή νευρίασα, τον άρπαξα απ’ το γιακά και τον τάραξα στα χαστούκια». (Λαϊκό
τραγούδι: κι αν η μοίρα μας ταράζει στα χαστούκια κι αν στα μάγουλα
το δάκρυ κάνει λούκια).Συνών. τον τάραξα στα ζίλια / τον τάραξα
στις καρπαζιές / τον τάραξα στα μπάτσα ή τον τάραξα στις μπάτσες / τον
τάραξα στα σκαμπίλια / τον τάραξα στις σφαλιάρες / τον τάραξα στις φάπες / τον
τάραξα στους φούσκους·
-
τον τρέλανα στα χαστούκια, τον ξυλοκόπησα άγρια: «επειδή ειρωνευόταν
ό,τι κι αν έλεγα, τον άρπαξα στα χέρια μου και τον τρέλανα στα χαστούκια».
Συνών. τον τρέλανα στα ζίλια / τον τρέλανα στις καρπαζιές / τον τρέλανα στα
μπάτσα ή τον τρέλανα στις μπάτσες / τον τρέλανα στα σκαμπίλια / τον
τρέλανα στις σφαλιάρες / τον τρέλανα στις φάπες / τον τρέλανα στους φούσκους·
-
του άστραψα ένα χαστούκι, τον χαστούκισα δυνατά: «απ’ τη στιγμή που δεν
καθόταν φρόνιμα, του άστραψα ένα χαστούκι κι ηρέμησε». Συνών. του άστραψα
ένα ζίλι / του άστραψα ένα μπάτσο ή του άστραψα μια μπάτσα / του άστραψα
ένα σκαμπίλι / του άστραψα ένα φούσκο / του άστραψα μια σφαλιάρα / του άστραψα
μια φάπα·
-
του κάθισα ένα χαστούκι, βλ. φρ. του άστραψα ένα χαστούκι·
- του ’κοψα ένα χαστούκι, βλ. φρ. του ’ριξα ένα χαστούκι·
-
του ’ριξα ένα χαστούκι, τον χαστούκισα: «όπως περνούσε από δίπλα μου,
του ’ριξα ένα χαστούκι». Συνών. του ’ριξα ένα ζίλι / του ’ριξα μια καρπαζιά
/ του ’ριξα μια μπάτσα ή του ’ριξα ένα μπάτσο / του ’ριξα ένα σκαμπίλι /
του ’ριξα ένα χαστούκι / του ’ριξα μια φάπα / του ’ριξα ένα φούσκο·
-
του ’ριξα χαστούκια ή του ’ριξα τα χαστούκια του, του έδωσα
αλλεπάλληλα χαστούκια, τον ξυλοκόπησα και, κατ’ επέκταση, τον νίκησα: «ήθελε να
μου κάνει τον μάγκα, αλά του ’ριξα τα χαστούκια του κι ησύχασε»·
-
του ’σκασα ένα χαστούκι, τον χαστούκισα δυνατά: «μόλις του ’σκασα ένα
χαστούκι, έκατσε αμέσως στ’ αβγά του». Συνών. του ’ριξα ζίλια ή του
’ριξα τα ζίλια του / του ’ριξα καρπαζιές ή του ’ριξα τις καρπαζιές του /
του ’ριξα μπάτσα ή του ’ριξα μπάτσες ή του ’ριξα τα μπάτσα του ή
του ’ριξα τις μπάτσες του / του ’ριξα σκαμπίλια ή του ’ριξα τα
σκαμπίλια του / του ’ριξα σφαλιάρες ή του ’ριξα τις σφαλιάρες του / του
’ριξα φάπες ή του ’ριξα τις φάπες του / του ’ριξα φούσκους ή του
’ριξα τους φούσκους του·
- του τράβηξα ένα χαστούκι, βλ. φρ. του ’ριξα ένα χαστούκι·
- τρώω χαστούκια ή τρώω τα χαστούκια μου, α. δέχομαι
χαστούκια, με δέρνει κάποιος και, κατ’ επέκταση, με νικά: «κάθε φορά που
μαλώνει, τρώει χαστούκια, γι’ αυτό έπαψε να μαλώνει». β. αντιμετωπίζω
καταστάσεις που με προσβάλλουν ή με υποτιμούν ως άτομο: «στο εξής θα πατώ πόδι
και θα πάψω να τρώω χαστούκια απ’ τον καθένα». γ. βρίσκομαι μπροστά σε
δυσκολίες που δεν περίμενα: «η δουλειά πήγαινε ρολόι, ώσπου άρχισα ξαφνικά να
τρώω χαστούκια και δεν ήξερα τι να κάνω». Συνών. τρώω ζίλια ή τρώω τα
ζίλια μου / τρώω καρπαζιές ή τρώω τις καρπαζιές μου / τρώω μπάτσα ή τρώω
μπάτσες ή τρώω τα μπάτσα μου ή τρώω τις μπάτσες μου / τρώω
σκαμπίλια ή τρώω τα σκαμπίλια μου / τρώω σφαλιάρες ή τρώω τις
σφαλιάρες μου / τρώω φάπες ή τρώω τις φάπες μου / τρώω φούσκους ή τρώω
τους φούσκους μου.