χασαπιό, το, ουσ. [<χασάπης + κατάλ. -ιό]. 1. το
κρεοπωλείο, το χασάπικο: «πετάχτηκε μέχρι το χασαπιό ν’ αγοράσει λίγο κιμά». 2.
στον πλ. τα χασαπιά, το μέρος εκείνο της πόλης όπου είναι συγκεντρωμένα
πολλά κρεοπωλεία, πολλά χασάπικα: «όταν θέλει ν’ αγοράσει καλό κρέας, πηγαίνει
στα χασαπιά»·
- είναι ζαγάρι στα χασαπιά, είναι άνθρωπος που περιφέρεται
στους δρόμους μήπως κι αρπάξει κάτι από κάποιον ή από κάπου, ο αποτυχημένος, ο
αλήτης: «μην τον υπολογίζεις για άνθρωπο, γιατί είναι ζαγάρι στα χασαπιά».