χαρτόσημο, το, ουσ. [<νεότ. χαρτόσημον <χάρτης + -σημο], το
χαρτόσημο·
-
και με χαρτόσημο, επίσημα, νόμιμα, νομότυπα: «έλεγαν πως καταπάτησε το
οικόπεδο, αλλά αυτός τ’ αγόρασε με τα λεφτά του και με χαρτόσημο». Από το ότι σε
κάθε επίσημο έγγραφο που υποβάλλουμε στο δημόσιο για κάποιο λόγο είναι
χαρτοσημασμένο.