χαρτί, το, ουσ.
[<μσν. χάρτιν <μτγν. χαρτίον, υποκορ. του αρχ. ουσ. χάρτης], το χαρτί. 1.
κάθε επίσημο δημόσιο έγγραφο: «μου ’ρθε το χαρτί της εφορίας». 2. το
δίπλωμα, το πτυχίο: «πότε παίρνει ο γιος σου το χαρτί του δικηγόρου;». 3.
το τραπουλόχαρτο και, κατ’ επέκταση, η χαρτοπαιξία: «τι χαρτί ήταν αυτό που
πέταξες; || τον κατάστρεψε το χαρτί». (Λαϊκό τραγούδι: κρασί, γυναίκα και χαρτί
τρία κακά μεγάλα, με φέραν στ’ αδιέξοδο, με φέραν στην κρεμάλα // με τη
ντάμα με το ρήγα κι όλα τ’ άλλα τα χαρτιά,σου ’χα φτιάξει ένα
σπιτάκι αλλά του ’βαλες φωτιά).4. το χρήμα, τα χρήματα:
«όποιος έχει το χαρτί, κάνει ό,τι θέλει στη ζωή του». 5α. στον πλ. τα
χαρτιά, α. οι τίτλοι των μετοχών που βρίσκονται στην κατοχή κάποιου, οι
μετοχές: «απ’ την τάδε επιχείρηση κινήθηκαν σήμερα στο χρηματιστήριο τόσες
χιλιάδες χαρτιά || με την πτώση του χρηματιστηρίου πολύς κόσμος έχασα τα λεφτά
του κι έμεινε με τα χαρτιά στο χέρι». Συνών. κομμάτια. β. διάφορα
χαρτιά που είναι χειρόγραφα ή τυπωμένα: «ψάχνει στα χαρτιά του για να βρει έναν
παλιό λογαριασμό || κάπου μέσα στα χαρτιά μου έχω το γράμμα που μ’ έστειλε ο
τάδε». γ. τα επίσημα έγγραφα που πιστοποιούν το πρόσωπο κάποιου: «έχασα
την τσάντα μου, όπου είχα μέσα όλα τα χαρτιά μου (π. χ. ταυτότητα, διαβατήριο,
άδεια οδήγησης κ. ά). δ. η χαρτοπαιξία: «όλα του τα λεφτά τα ’χασε στα
χαρτιά». (Λαϊκό τραγούδι: στα χαρτιά τα κονομούσα και σε σένα τ’
ακουμπούσα). Υποκορ. χαρτάκι, το (βλ. λ.).(Ακολουθούν 77
φρ.)·
-
άγραφο χαρτί, πρόκειται για πολύ αγνό, πολύ απονήρευτο άτομο: «την πήρε
άγραφο χαρτί ο παλιοαλήτης και την έκανε τη μεγαλύτερη πουτάνα»·
-
αμόντε τα χαρτιά, βλ. λ. αμόντε·
-
ανοίγω τα χαρτιά μου, α. αποκαλύπτω σε κάποιον τις διαθέσεις μου,
τις προθέσεις μου: «αν δε σιγουρευτώ πρώτα πώς θα ενεργήσει ο άλλος, δεν ανοίγω
τα χαρτιά μου». β. (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) φανερώνω στους
συμπαίχτες μου τα φύλλα που έχω: «όταν άνοιξα τα χαρτιά μου και είδαν τι είχα,
έτριβαν τα μάτια τους!»·
-
βγάζω τα χαρτιά μου, βλ. φρ. κάνω τα χαρτιά μου·
-
βγήκαν τα χαρτιά, επαληθεύτηκαν αυτά που μου είπε κάποιος με τη
χαρτομαντεία: «μου ’χε πει πως θα ’χανα αρκετά λεφτά και να που βγήκαν τα
χαρτιά, γιατί έχασα μια σπουδαία δουλειά»·
- βλέπει τα χαρτιά, βλ. συνηθέστ. λέει τα χαρτιά·
-
γίνεται χοντρό χαρτί, (για χαρτοπαίγνιο), βλ. φρ. γίνεται χοντρό
παιχνίδι, λ. παιχνίδι·
-
γίνεται ψιλό χαρτί, (για χαρτοπαίγνιο), βλ. φρ. γίνεται ψιλό
παιχνίδι, λ. παιχνίδι·
-
δε δείχνει τα χαρτιά του, βλ. φρ. δεν ανοίγει τα χαρτιά του·
- δε φανερώνει τα χαρτιά του, βλ. φρ. δεν ανοίγει τα χαρτιά
του·
-
δείχνω τα χαρτιά μου, βλ. φρ. ανοίγω τα χαρτιά μου·
- δεν ανοίγει τα χαρτιά του, δεν αποκαλύπτει σε κάποιον τις
διαθέσεις του, τις προθέσεις του: «ποτέ δεν ανοίγει τα χαρτιά του, αν δεν είναι
προηγουμένως σίγουρος για την κίνηση του άλλου»·
-
δεν το γράφουν τα χαρτιά, λέγεται για κάτι που είναι εντελώς
πρωτάκουστο, πρωτοφανέρωτο: «έχω τέτοια στενοχώρια που δεν το γράφουν τα
χαρτιά». (Λαϊκό τραγούδι: πάρε γιατρέ τα γιατρικά και άμε στη δουλειά σου
τον πόνο που ’χω στην καρδιά δε γράφουν τα χαρτιά σου)·
-
δεν τον θέλει το χαρτί, (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) δεν τον ευνοεί η
τύχη άσχετα από το αν είναι καλός ή κακός χαρτοπαίχτης: «μόλις κατάλαβε πως δεν
τον θέλει το χαρτί, βγήκε απ’ το καρέ»·
-
διαβάζει τα χαρτιά, βλ. συνηθέστ. λέει τα χαρτιά·
-
είμαστε ακόμη στα χαρτιά, βρισκόμαστε ακόμη στα προσχέδια, στις
διαπραγματεύσεις, στην επεξεργασία των συμβολαίων, προκειμένου να κάνουμε μια
δουλειά: «θέλουμε να στήσουμε μια επιχείρηση, αλλά είμαστε ακόμη στα χαρτιά»·
- είναι γερό χαρτί, α. κατέχει ισχυρή πολιτική,
κοινωνική, στρατιωτική, πνευματική ή οικονομική θέση οπότε μπορεί να φέρει σε
αίσιο τέλος κάποια υπόθεσή μας: «αν θέλεις να τελειώσει η δουλειά σου, ν’
αποταθείς στον τάδε που είναι γερό χαρτί». β. (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου)
λέγεται για το χαρτί εκείνο το οποίο μπορεί να αξιοποιηθεί, να χρησιμοποιηθεί
με προοπτική από τον παίχτη: «αυτό που τράβηξα είναι γερό χαρτί κι ίσως πάρω το
κόλπο»·
-
είναι και να σε θέλει το χαρτί, δεν εξαρτάται μόνο από την ικανότητα του
χαρτοπαίχτη να παίζει καλά χαρτιά, αλλά και από την εύνοια της τύχης: «παίζει
πολύ έξυπνα, δε λέω, αλλά είναι και να σε θέλει το χαρτί»·
-
είναι καμένο χαρτί, α. δεν έχει την απαραίτητη ισχύ, ώστε να μπορέσει
κάποιος να τον χρησιμοποιήσει για να φέρει σε αίσιο τέλος κάποια υπόθεσή του:
«μην αποταθείς στον τάδε, για να τελειώσεις τη δουλειά σου, γιατί, απ’ τη μέρα
που τον απομάκρυναν απ’ το υπουργείο, είναι καμένο χαρτί». β. (στη
γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) λέγεται για το χαρτί εκείνο που δεν μπορεί να
αξιοποιηθεί από τον παίχτη: «αφού ήταν καμένο χαρτί, το πέταξα»· βλ. και φρ. καίω
το χαρτί μου·
- ετοιμάζω τα χαρτιά μου, βλ. φρ. κάνω τα χαρτιά μου. (Λαϊκό
τραγούδι: σφίξε μάνα την καρδιά σου κι άκουσε τι θα σου πω, ετοιμάζω τα
χαρτιά μου μετανάστης να γενώ)·
- έχω γερό χαρτί ή έχω γερά χαρτιά, α. έχω ισχυρά μέσα
για την επίτευξη κάποιου σκοπού: «αν δε διαθέτει γερά χαρτιά, δεν ξεκινάει
καμιά δουλειά». β. (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) έχω χαρτιά που μπορώ να
τα αξιοποιήσω ή να τα αξιοποιήσω με προοπτική: «αφού έχω γερά χαρτιά, μπορώ να
ποντάρω ένα μεγάλο ποσό»·
-
έχω κι άλλα χαρτιά, διαθέτω και άλλα πλεονεκτήματα, που δεν τα έχω ακόμη
φανερώσει, διαθέτω και άλλες εναλλακτικές λύσεις: «αυτοί νομίζουν πως με στρίμωξαν,
δεν ξέρουν όμως πως εγώ έχω κι άλλα χαρτιά»·
-
καίω το χαρτί μου, χάνω, καταστρέφω κάποιο ισχυρό πλεονέκτημα που έχω:
«προβάλλοντας παράλογες απαιτήσεις έκαψε το χαρτί του, κι έτσι παρά τις γνώσεις
και τα πτυχία του, έχασε τη δουλειά»· βλ. και φρ. είναι καμένο χαρτί·
-
κάναμε το χαρτί ή κάναμε χαρτί, υπογράψαμε συμβόλαιο: «αγόρασα το
διαμέρισμα που ήθελα, κάναμε το χαρτί για την αγορά κι έχω τώρα το κεφάλι μου
ήσυχο || μην ξεχάσεις να κάνετε χαρτί, που θα λέει τους όρους με τους οποίους
αναλαμβάνεις τη δουλειά»·
- κάνω τα χαρτιά μου, υποβάλλω αίτηση ή τα απαραίτητα
δικαιολογητικά, κάνω όλες τις νόμιμες ενέργειες σε κάποια δημόσια υπηρεσία για
κάποιον σκοπό: «κάνω τα χαρτιά μου, μήπως και διοριστώ στη Δ.Ε.Η. || κάνω τα
χαρτιά μου, για να βγάλω διαβατήριο»·
-
κάνω χαρτιά, (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) διευθύνω το παιχνίδι: «ποιος
κάνει χαρτιά μετά από μένα;»·
-
κλείνω τα χαρτιά μου, κρατώ κρυφές τις προθέσεις μου, τις διαθέσεις μου:
«σε κάθε διαπραγμάτευση που κάνω, κλείνω τα χαρτιά μου μέχρι να δω τι θα κάνει
ο άλλος»·
-
κόβω τα χαρτιά ή κόβω το χαρτί, α. (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου)
χωρίζω την τράπουλα στα δυο για να αρχίσει το μοίρασμα των φύλλων, ώστε να
αρχίσει το παιχνίδι: «κόψε τα χαρτιά, να κάνω φύλλα». β. σταματώ τη
χαρτοπαιξία: «κατάλαβε πως θα καταστρεφόταν, κι έκοψε τα χαρτιά»·
-
κρατώ κλειστά τα χαρτιά μου ή κρατώ τα χαρτιά μου κλειστά, δεν
αποκαλύπτω τις διαθέσεις μου, τις προθέσεις μου σε μια δουλειά ή διαδικασία,
παίζω με κλειστά χαρτιά: «δεν μπορούν να καταλάβουν πώς θα ενεργήσω, γιατί
κρατώ τα χαρτιά μου κλειστά»·
-
κρύβω τα χαρτιά μου, βλ. φρ. κλείνω τα χαρτιά μου·
-
λέει τα χαρτιά, έχει την ικανότητα να διαβάζει τα μελλούμενα με τη
χαρτομαντεία: «κάθε φορά που έχω αμφιβολίες στη δουλειά μου, πηγαίνω στην τάδε
που λέει τα χαρτιά». (Λαϊκό τραγούδι: μου ’το παν στο φλιτζάνι, μου το ’παν
στο φλιτζάνι καλέ, μου το ’παν στα χαρτιά πως η καρδιά σου κάνει στον
έρωτα νερά)·
-
μ’ ανοιχτά χαρτιά, με διαφάνεια, χωρίς υπεκφυγές, ξεκάθαρα:
«διαπραγματευόμαστε μ’ ανοιχτά χαρτιά, για να μην υπάρξουν παρεξηγήσεις»·
-
μείναμε στα χαρτιά, δεν ευοδώθηκε η προσπάθειά μας να κάνουμε μαζί μια
δουλειά, και μείναμε μόνο στα σχέδια, στα ανυπόγραφα συμβόλαια: «είχαμε σκοπό
να στήσουμε μια επιχείρηση, αλλά μείναμε στα χαρτιά, γιατί προέκυψαν διάφορες
δυσκολίες»·
-
μιλάω μ’ ανοιχτά χαρτιά, μιλάω ξεκάθαρα, χωρίς υπεκφυγές: «όταν ζητούν
τη γνώμη μου, μιλάω μ’ ανοιχτά χαρτιά». (Λαϊκό τραγούδι: μάγκες σας το ’πα
καθαρά, μιλάω μ’ ανοιχτά χαρτιά: γεροντόμαγκα με λένε, μα πολλά
ντερβίσια κλαίνε!)·
-
μοιράζει τα χαρτιά, έχει τον απόλυτο έλεγχο σε μια δουλειά ή διαδικασία:
«αν θέλεις να γίνει γρήγορα η δουλειά σου, θα κοιτάξεις να πλευρίσεις τον τάδε
που μοιράζει τα χαρτιά στην προκειμένη περίπτωση». Από την εικόνα του ατόμου
που διευθύνει ένα χαρτοπαίγνιο·
- μουτζουρώνω το χαρτί, δεν έχω δουλειά, δεν κάνω τίποτα,
τεμπελιάζω: «απ’ το πρωί που άνοιξα το μαγαζί, μουτζουρώνω το χαρτί». Από την
εικόνα του ατόμου που, όταν δεν έχει δουλειά μουτζουρώνει κάποιο χαρτί με
διάφορα αφηρημένα σχέδια, για να περάσει η ώρα του·
-
ξέρει χαρτιά, βλ. φρ. λέει τα χαρτιά·
- όλα τα χαρτιά είναι γραμμένα απ’ το ίδιο χέρι, βλ. λ. χέρι·
- όποιος κερδίζει στα χαρτιά, χάνει στην αγάπη, σύμφωνα με τη λαϊκή δοξασία,
όποιος είναι τυχερός στο χαρτοπαίγνιο, δεν είναι τυχερός στα ερωτικά του και
λέγεται χάριν αστεϊσμού, αλλά και με κάποια κακεντρέχεια σε τυχερό χαρτοπαίχτη·
-
όποιος χάνει στα χαρτιά, κερδίζει στην αγάπη, σύμφωνα με τη λαϊκή
δοξασία, όποιος είναι άτυχος στο χαρτοπαίγνιο, είναι τυχερός στα ερωτικά του
και λέγεται παρηγορητικά σε χαρτοπαίχτη που έχασε·
-
παίζεται χοντρό χαρτί, (για χαρτοπαίγνιο), βλ. φρ. γίνεται χοντρό
χαρτί·
- παίζεται ψιλό χαρτί, (για χαρτοπαίγνιο), βλ. λ. γίνεται
ψιλό χαρτί·
-
παίζω μ’ ανοιχτά χαρτιά, είμαι ειλικρινής σε μια διαδικασία: «πρέπει να
του έχεις εμπιστοσύνη, γιατί πάντα παίζει μ’ ανοιχτά χαρτιά»·
-
παίζω με γερό χαρτί ή παίζω με γερά χαρτιά, α. ενεργώ
διαθέτοντας ισχυρά μέσα, ισχυρά επιχειρήματα για την επίτευξη κάποιου σκοπού
μου: «αν δε παίζω με γερά χαρτιά, δεν κάνω καμιά δουλειά». β. (στη
γλώσσα του χαρτοπαιγνίου), βλ. φρ. έχω γερό χαρτί·
- παίζω με κλειστά χαρτιά, δεν αποκαλύπτω τις προθέσεις μου,
τις διαθέσεις μου σε μια δουλειά ή διαδικασία, κρατώ κλειστά τα χαρτιά μου:
«δεν μπορείς να καταλάβεις πού το πάει, γιατί παίζει με κλειστά χαρτιά»·
-
παίζω το τελευταίο μου χαρτί, ενεργώ με το τελευταίο μέσο που μου
απέμεινε, για να πετύχω κάτι ή για να αποφύγω κάποια προδιαγραφόμενη
καταστροφή: «θα παίξω το τελευταίο μου χαρτί, για να τον πείσω ν’ αποσύρει τη
μήνυσή του || μ’ αυτά τα λεφτά που ρίχνω στη δουλειά, παίζω το τελευταίο μου
χαρτί, για να ορθοποδήσω»·
-
παίζω το χαρτί του, συνειδητά ή ασυνείδητα ενεργώ με τέτοιο τρόπο, που εξυπηρετώ
τα συμφέροντα ή τις επιδιώξεις κάποιου: «πάνω στα νεύρα του υπέβαλε την
παραίτησή του κι έτσι χωρίς να το θέλει, έπαιξε το χαρτί του τάδε, που
εποφθαλμιούσε τη θέση του»·
-
παίζω χαρτιά, χαρτοπαίζω, είμαι χαρτοπαίχτης: «απ’ τη μέρα που έμαθε να
παίζει χαρτιά, κινδυνεύει να χάσει όλη του την περιουσία»·
-
παίρνω χαρτί, βλ. φρ. τραβώ χαρτί·
-
πήρε όλο το χαρτί, (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) κέρδισε όλα τα χρήματα
που παίζονταν στο καρέ: «είχε τέτοια ρέντα σ’ όλη τη διάρκεια του παιχνιδιού,
που πήρε όλο το χαρτί»·
-
πιάνω χαρτί και μολύβι, βλ. λ. μολύβι·
-
πιστεύει στα χαρτιά, πιστεύει ό,τι προβλέπει γι’ αυτόν αυτός που του
λέει τα χαρτιά, πιστεύει στη χαρτομαντεία: «εδώ μπήκαμε στον εικοστό πρώτο
αιώνα κι αυτός πιστεύει ακόμη στα χαρτιά»·
-
ποια χαρτιά το γράφουν; έκφραση απορίας ή έκπληξης για κάτι παράδοξο που
μας λέει ή για κάτι παράλογο που μας ζητάει κάποιος: «ποια χαρτιά το γράφουν
να πληρώνεσαι χωρίς να δουλεύεις;»· βλ. και φρ. πού το γράφουν αυτό τα
χαρτιά(;)·
-
ποια χαρτιά το λένε; βλ. φρ. ποια χαρτιά το γράφουν(;)·
- ποιος μοιράζει χαρτιά; (στη γλώσσα της αργκό) ποιος
είναι υπεύθυνος, ποιος διευθύνει τη δουλειά, την επιχείρηση ή την υπόθεση για
την οποία γίνεται λόγος(;): «θέλω να μάθω ποιος μοιράζει χαρτιά σ’ αυτή την
επιχείρηση, γιατί έχω να του κάνω μια σοβαρή πρόταση». Από τη χαρτοπαιχτική
ορολογία·
- ποντάρω σε λάθος χαρτί, βασίζομαι, υπολογίζω σε άτομο που
αποδεικνύεται ακατάλληλο για το λόγο που το επέλεξα: «θέλησα να βάλω το γιο μου
στην τράπεζα, αλλά ποντάρισα σε λάθος χαρτί, γιατί το άτομο στο οποίο αποτάθηκα
ήταν η τελευταία τρύπα του ζουρνά»·
-
πού το γράφουν αυτό τα χαρτιά; έκφραση απορίας ή έκπληξης για κάτι
παράδοξο που μας λέει ή για κάτι παράλογο που μας ζητάει κάποιος: «πού το
γράφουν αυτό τα χαρτιά όποτε έχεις ανάγκη από αυτοκίνητο να σου δίνω το δικό
μου;». Συνών. πού το βρήκες αυτό γραμμένο; / πού το ’δες αυτό γραμμένο(;)·
βλ. και φρ. ποια χαρτιά το γράφουν(;)·
-
ρίχνει τα χαρτιά, έχει την ικανότητα να μαντεύει το μέλλον κάποιου με τη
χαρτομαντεία: «κάθε φορά που έχει πρόβλημα, συμβουλεύεται κάποια που ρίχνει τα
χαρτιά». (Λαϊκό τραγούδι: τσιγγάνες, σεις που ξέρετε της τύχης τα γραμμένα,
πιάστε και ρίχτε τα χαρτιά και πέστε μου και μένα)·
-
ρίχνω τα χαρτιά, παίζω πασιέντζα: «όταν δεν έχω τι να κάνω, ρίχνω τα
χαρτιά για να περνάει η ώρα μου». (Λαϊκό τραγούδι: ο δραγουμάνος του Βεζίρη
πίνει μαστίχα, ρίχνει τα χαρτιά. Το ’να του μάτι στο Μισίρι τ’ άλλο του
μάτι στην Αρβανιτιά)·
-
σηκώνω χαρτί, (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου), βλ. συνηθέστ. παίρνω
χαρτί·
- σήκωσε όλο το χαρτί, (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου),
βλ. φρ. πήρε όλο το χαρτί·
- σημαδεμένα χαρτιά, βλ. φρ. σημαδεμένη τράπουλα, λ.
τράπουλα·
- στα χαρτιά, θεωρητικά: «στα χαρτιά είναι όλα εύκολα»·
- στρώνομαι στα χαρτιά ή στρώνομαι στο χαρτί, παίζω
χαρτιά απερίσπαστος: «όταν συναντιούνται στο καφενείο, στρώνονται με τις ώρες
στα χαρτιά»·
-
τα νερά του χαρτιού, βλ. λ. νερό·
-
τα ’πε χαρτί και καλαμάρι, πρόδωσε, κατέδωσε κάποιον και τα εξέθεσε όλα
αναλυτικά: «πήγε στην Ασφάλεια και τα ’πε χαρτί και καλαμάρι, ποιοι και πώς έκαναν
τη ληστεία στην τράπεζα». Αναφορά στα κάλαντα: το καλαμάρι έγραφε και το
χαρτί μιλούσε· βλ. και φρ. του τα ’πε χαρτί και καλαμάρι·
-
τα ’φαγε στα χαρτιά, έχασε την περιουσία του, τα λεφτά του στο
χαρτοπαίγνιο: «ό,τι είχε και δεν είχε τα ’φαγε στα χαρτιά»·
-
το είδα στα χαρτιά, βλ. συνηθέστ. το είδα στον καφέ, λ. καφές·
-
το είδε στα χαρτιά, μπόρεσε με τη χαρτομαντεία να δει ή να μαντέψει κάτι
καλό ή κακό που συνέβη ή που θα συμβεί σε κάποιον: «το είδε στα χαρτιά πως θα
έπαιρνα αυτή τη δουλειά»·
-
το ’ριξε στα χαρτιά ή το ’ριξε στο χαρτί, άρχισε να παίζει
συστηματικά χαρτιά: «έμπλεξε με κάτι χαρτόμουτρα και σιγά σιγά το ’ριξε κι αυτός
στα χαρτιά»·
-
το ρίξιμο των χαρτιών, βλ. λ. ρίξιμο·
-
το χαρτί και το μελάνι, τον καλό γαμπρό τον κάνει, βλ. λ. γαμπρός·
-
τον θέλει το χαρτί ή τον θέλει και το χαρτί, τον ευνοεί: «τον
τελευταίο καιρό μας μάζεψε όλα τα λεφτά, γιατί τον θέλει το χαρτί || δεν είναι
μόνο ότι ξέρει να παίζει χαρτιά, αλλά τον θέλει και το χαρτί»·
-
τον τύλιξαν σε μια κόλλα χαρτί, βλ. λ. κόλλα·
-
τον τύλιξε σε μια κόλλα χαρτί, βλ. λ. κόλλα·
-
του τα ’πα χαρτί και καλαμάρι, του μετέφερα λεπτομερώς όλα όσα ειπώθηκαν
από κάποιους γι’ αυτόν: «αυτοί τον κουτσομπόλευαν ασύστολα κι εγώ, επειδή είναι
φίλος μου, πήγα και του τα ’πα χαρτί και καλαμάρι». Αναφορά στα κάλαντα: το
καλαμάρι έγραφε και το χαρτί μιλούσε· βλ. και φρ. τα ’πε χαρτί και
καλαμάρι·
-
τραβώ χαρτί, (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) συνεχίζω να παίζω ζητώντας
και άλλο φύλλο από αυτόν που διευθύνει το παιχνίδι: «τράβηξα χαρτί και κάηκα»·
- φανερώνω τα χαρτιά μου, βλ. φρ. ανοίγω τα χαρτιά μου.