χαρτζιλίκι, το, ουσ. [τουρκ. <harcilik]. 1. το μικρό
χρηματικό ποσό που κατέχει κάποιος για τα καθημερινά ατομικά του μικροέξοδα: «εκτός
απ’ την κυρίως δουλειά, απασχολούμαι πάρεργα και με μια άλλη, για να βγάζω το
χαρτζιλίκι μου». (Λαϊκό τραγούδι: θα πάρω το αμάξι μου, στην τσέπη χαρτζιλίκι,
και θα ’ρθω τα μεσάνυχτα μες τη Θεσσαλονίκη). 2. το μικρό χρηματικό
ποσό που δίνουν οι γονείς στα παιδιά τους για τα μικροέξοδά τους: «εκτός από
τον μπαμπά, κατάφερνα πάντα να παίρνω κι ένα χαρτζιλίκι απ’ τη γιαγιά». (Λαϊκό
τραγούδι: να ξαναγινόμασταν πάλι πιτσιρίκοι που περνούσε η Κυριακή δίχως χαρτζιλίκι).
Υποκορ. χαρτζιλικάκι, το. (Λαϊκό τραγούδι: πάμε, Μπέμπη, για κάνα
ουζάκι· μου ’δωσε η μαμά χαρτζιλικάκι)·
-
δε φτάνει ούτε για χαρτζιλίκι, λέγεται στην περίπτωση, που είναι πάρα
πολύ λίγα τα χρήματα που παίρνει κάποιος από την κυρίως δουλειά του ή από
κάποια δουλειά που έκανε: «έχω όλη την όρεξη να κάνω τη δουλειά που μου
προτείνει, αλλά το ποσό που μου δίνει για πληρωμή δε φτάνει ούτε για
χαρτζιλίκι»·
- δεν είναι ούτε για χαρτζιλίκι, βλ. φρ. δε φτάνει ούτε για
χαρτζιλίκι.