χαρούπι, το, ουσ. [τουρκ. <harup], το ξυλοκέρατο·
-
δεν τρώω χαρούπια ή δεν τρώμε χαρούπια, δεν είμαι αφελής,
ευκολόπιστος, δεν είμαι ανόητος, κουτός, βλάκας: «είμαι από μικρός μπασμένος
στην πιάτσα, γι’ αυτό δεν τρώω χαρούπια». Από το ότι τα χαρούπια δίνονται και
ως τροφή σε ζώα. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Για συνών.
βλ. φρ. δεν τρώω κουτόχορτο ή δεν τρώμε κουτόχορτο, λ. κουτόχορτο·
τρώω χάπια ή
δεν τρώμε χάπια / δεν τρώω χόρτα ή δεν τρώω χόρτο ή δεν τρώμε
χόρτα ή δεν τρώμε χόρτο·
- τρώει χαρούπια, είναι αφελής, ευκολόπιστος, είναι ανόητος, κουτό,
βλάκας: «αφού τρώει χαρούπια να μην παραπονιέται που τον ξεγελάνε». Από το ότι
τα χαρούπια χρησιμεύουν και ως τροφή των ζώων. Για συνών. βλ. φρ. τρώει
κουτόχορτο, λ. κουτόχορτο.