χάρισμα, το, ουσ. [<μτγν. χάρισμα <χαρίζω]. 1. το
έμφυτο προτέρημα, το πνευματικό ή ψυχικό προσόν: «η γυναίκα του έχει πολλά
χαρίσματα». 2. οτιδήποτε χαρίζεται, το δώρο: «αυτός ο αναπτήρας είναι
χάρισμα της μητέρας μου». (Λαϊκό τραγούδι: κυρ μυλωνά, κυρ μυλωνά, πόσο το
άλεσμά σου, για σένα τσάμπα, κούκλα μου, κι ο μύλος χάρισμά σου).
3. ως επίρρ. δωρεάν: «αυτό στο δίνω χάρισμα»·
- γυναίκα που γελά και τα χαρίσματά σου δέχεται, σαν
θέλεις τη φιλάς, βλ. λ. γυναίκα·
- έχει το χάρισμα του λόγου, έχει ευφράδεια, είναι δεινός
ρήτορας: «ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε το χάρισμα του λόγου»·
-
φυσικό χάρισμα, που συνυπάρχει με τη γέννηση κάποιου: «η ομορφιά του
είναι φυσικό χάρισμα»·
-
χάρισμά σου! α. έκφραση με την οποία παραβλέπουμε χαριστικά το
παράπτωμα κάποιου. (Λαϊκό τραγούδι: την πρώτη και τη δεύτερη σου είπα: χάρισμά
σου! μ’ αφού δε συμμορφώνεσαι μάζεψ’ τα πράματά σου). β.λέγεται
για κάτι που δεν καταδεχόμαστε να κρατήσουμε, συνήθως λόγω της πολύ κακής
ποιότητάς του. Οι πιο παλιοί θα θυμούνται το δίστιχο.: αυτό ’ναι χάρισμά
σας, στα μούτρα τα δικά σας στο παιδικό παιχνίδι: γγέω Βαγγέω.