χαράμι, το, ουσ. [τουρκ. <haram (= απαγορευμένο από τη
θρησκεία)]. 1. το άδικο, ιδίως στον πλ. τα χαράμια, οι αδικίες σε
παιχνίδι, ιδίως σε χαρτοπαίγνιο ή άλλο τυχερό παιχνίδι: «μπορείς να μου πεις τι
καταλαβαίνεις, όταν κερδίζεις με χαράμια; || θα παίξω μαζί σου, αλλά τα χαράμια
τέλος». 2. ως επίρρ., άδικα, ανώφελα, χωρίς κάποιο κέρδος: «χαράμι
πήγανε όλοι οι κόποι μου για σένα || όλα τα λεφτά που ξόδεψα για σένα στα
φροντιστήρια πήγαν χαράμι»·
-
κάνει χαράμια, προσπαθεί να κερδίσει τον αντίπαλό του σε χαρτοπαίγνιο ή
άλλο τυχερό παιχνίδι κάνοντας αδικίες σε βάρος του: «επειδή κάνει χαράμια, δεν
παίζει κανένας μαζί του»·
-
να σου γίνει χαράμι, βλ. φρ. χαράμι να σου γίνει·
-
πήγε χαράμι, α. χάθηκε άδικα, πέθανε, σκοτώθηκε αδικαιολόγητα:
«ξεκίνησαν όμορφα κι ωραία την εκδρομούλα τους και πήγε χαράμι ο άνθρωπος,
γιατί παραπάτησε σ’ ένα βράχο κι έπεσε στον γκρεμό». β. λέγεται για
προσφορά που δόθηκε σε ανάξιο άνθρωπο και δεν έφερε κανένα αποτέλεσμα, κανένα
κέρδος: «πήγε χαράμι κάθε προσπάθεια που έκανα για να τον συνετίσω». (Λαϊκό
τραγούδι: όνειρο ήταν η αγάπη μου αυτή, τώρα πια διάβηκε την πήρε το ποτάμι,
όλα εσβήσανε κι έχουν γκρεμιστεί, δάκρυ και πίκρα όλα πήγανε χαράμι).
γ. λέγεται για κάτι που έγινε άδικα, που δεν είχε αντίκρισμα: «από μια
ατυχία πήγε χαράμι η δουλειά». (Λαϊκό τραγούδι: τώρα βλέπω πως χαράμι
πήγανε οι κόποι μου και τα πιο ωραία χρόνια που ’χασα της νιότης μου)·
-
το χαράμι, σαλάμι ή το χαράμι βγαίνει σαλάμι, το άδικο ουκ ευλογείται.
Λέγεται συνήθως ανάμεσα σε παιδιά·
-
τρώει το ψωμί χαράμι ή χαράμι το ψωμί που τρώει, βλ. λ. ψωμί·
-
χαράμι δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
-
χαράμι να σου γίνει! κατάρα σε άνθρωπο ανάξιο της ευεργεσίας μας ή της
προσφοράς μας, με την έννοια να μην του δώσει καμιά ευχαρίστηση, να μην το
χαρεί, να μην το απολαύσει. (Λαϊκό τραγούδι: χαράμι να σου γίνουν τα
ξενύχτια μου, κι όλα τα δάκρυα που έχυσα ποτάμι, κι οι τόσες πίκρες που για
χάρη σου ετράβηξα, χαράμι να σου γίνουνε, χαράμι)· βλ. και φρ. ξίκι να
σου γίνει! λ. ξίκι.