χαντούμης, ο, ουσ. [τουρκ. <hadim], άντρας που δεν είναι ικανός
να επιβάλει τη σεξουαλική πράξη, ο ευνούχος, ο μουνούχος, ο ανίκανος και, κατ’
επέκταση, αυτός που δεν έχει την ικανότητα να δημιουργήσει ή να πετύχει κάτι:
«έχεις δει ποτέ σου καμιά γυναίκα να θέλει δίπλα της έναν χαντούμη; || και
βέβαια θα ’πεφτε έξω η δουλειά αφού την ανέθεσε σ’ αυτόν το χαντούμη!»·
- εγώ του λέω χαντούμης είμαι, κι αυτός ρωτάει πόσα
παιδιά έχεις; βλ.
συνηθέστ. γεια σου, Γιάννη. -Κουκιά σπέρνω, λ. Γιάννης·