χαντάκι, το, ουσ. [<μσν. χανδάκιν <χανδάκιον, υποκορ. του
ουσ. χάνδαξ <αραβ. khandaq], το χαντάκι· ως επιφών. χαντάκι!προειδοποίηση
για επικείμενο κίνδυνο ή για επικείμενη άστοχη ενέργεια κάποιου·
-
έπεσε σε χαντάκι ή έπεσε στο χαντάκι, α. απέτυχε να φέρει
σε αίσιο τέλος μια δουλειά ή μια υπόθεση: «του ανέθεσα να μου τελειώσει μια
δουλειά, αλλά έπεσε σε χαντάκι, γιατί άλλα είχε στο μυαλό του». β.
καταστράφηκε οικονομικά: «ξανοίχτηκε απότομα σε πολλές δουλειές μαζί κι ήταν
φυσικό που έπεσε στο χαντάκι». γ. εξαπατήθηκε, ξεγελάστηκε: «του τα
παρουσίασε όλα τόσο όμορφα, που δεν κατάλαβε για πότε έπεσε στο χαντάκι!»·
-
θα σε βρουν στο χαντάκι, απειλητική έκφραση εναντίον της ζωής κάποιου:
«αν έρθεις στη δίκη και καταθέσεις σε βάρος μου, θα σε βρουν στο χαντάκι»·
-
τον έριξε στο χαντάκι, α. τον κατέστρεψε οικονομικά: «του ’δινε
συνέχεια παράτολμες συμβουλές, ώσπου στο τέλος τον έριξε στο χαντάκι κι
ησύχασε». β. τον εξαπάτησε, τον ξεγέλασε: «τον έριξε στο χαντάκι για να
του φάει τη δουλειά».