χάνομαι, ρ.
[<χάνω]. 1. χάνω τις αισθήσεις μου, λιποθυμώ: «κάποια στιγμή τον είδα
ξαφνικά να χάνεται, και δεν ήξερα τι να κάνω». 2. παύω να συχνάζω στο
χώρο όπου σύχναζα, εξαφανίζομαι: «έχω πολύ καιρό να σε δω στο μπαράκι μας,
γιατί χάθηκες;». (Λαϊκό τραγούδι: ως και ο γάτος έβγαλε τη γάτα στην ταράτσα
και μοναχά εμείς οι δυο χαθήκαμε απ’ την πιάτσα). 3. χάνω τον
προσανατολισμό μου: «χάθηκα μέσ’ στα στενάκια και δεν ήξερα πώς θα βγω στο
δημόσιο δρόμο». 4. βρίσκομαι στα πρόθυρα κάποιας καταστροφής: «αν δε βρω
τα λεφτά μέχρι το τέλος του μηνός, χάθηκα». (Λαϊκό τραγούδι: όταν σου ’λεγα
με πόνο: χάνομαι για σένα λιώνω, έριχνες τα μάτια σου, μικρή μου, χαμηλά·
ήθελες να πάρεις κάποιου άλλου τα φιλιά).5. βρίσκομαι σε
παραίσθηση από χρήση ναρκωτικού ή κατανάλωση οινοπνεύματος: «με δυο τρεις
ρουφηξιές χάνεται || μην τον αφήσεις να πιει πολύ, γιατί χάνεται». Συνών. φεύγω
(5). 6. σκοτώνομαι, πεθαίνω: «στον τελευταίο πόλεμο χάθηκαν πάρα
πολλοί άνθρωποι || απ’ τη μέρα που γεννιέται ο άνθρωπος, ξέρει πως μια μέρα θα
χαθεί». (Λαϊκό τραγούδι: κι έτσι χάθηκα για σένα, Κατινάκι μου, με
τον νταβατζή που έχεις, βρε μανάκι μου. Συνών. φεύγω (6). 7.
νιώθω άβουλος από μεγάλη ευτυχία ή ηδονή: «όταν αγκαλιάζω αυτή τη γυναίκα,
χάνομαι». (Λαϊκό τραγούδι: χάνομαι μέσ’ στα χέρια σου,
χάνομαι, τα φιλιά σου αισθάνομαι). (Ακολουθούν 36 φρ.)·
-
α να χαθείς! ή άι να χαθείς! άφησέ με στην ησυχία μου, φύγε από
μπροστά μου, φύγε να μη σε βλέπω, εξαφανίσου: «άι να χαθείς, αλήτη, που μου
ζητάς και τα ρέστα!». (Λαϊκό τραγούδι: α να χαθείς δε με
σκέφτηκες καθόλου καλτσοδέτα του διαβόλου)·
-
α να χαθείς, κρύε! βλ. λ. κρύος·
-
απ’ τη λεχώνα ως τη μαμή χάθηκε το παιδί, βλ. λ. λεχώνα·
-
γαμάτε, γιατί χανόμαστε! βλ. λ. γαμώ·
-
δε θα χαθούμε ή δε θα χαθώ, έκφραση αισιοδοξίας, με την έννοια θα
βρω τον τρόπο να λύσω το πρόβλημά μου, να τα καταφέρω και εγώ στη ζωή μου: «δε
θα χαθούμε, φίλε μου, επειδή δε μας βοήθησες». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει
μόνο για τον εαυτό του·
-
δε χάθηκε δα κι ο κόσμος ή δε χάθηκε κι ο κόσμος, βλ. λ. κόσμος·
-
εδώ καράβια χάνονται, βλ. λ. καράβι·
-
εδώ καράβια χάνονται, βαρκούλες μου πού πάτε; ή εδώ καράβια χάνονται,
βαρκούλες τι ζητάτε; βλ. λ. καράβι·
-
εδώ καράβια χάνονται κι αλλού βαρκούλες αρμενίζουν, βλ. λ. καράβι·
-
εδώ καράβια χάνονται, παλιόβαρκες πού πάτε; βλ. λ. καράβι·
-
εδώ ο κόσμος χάνεται, βαρκούλες μου πού πάτε; ή εδώ ο κόσμος χάνεται,
βαρκούλες τι ζητάτε; βλ. λ. βαρκούλα·
-
εδώ ο κόσμος χάνεται και η γριά χτενίζεται ή εδώ ο κόσμος χάνεται και
το μουνί χτενίζεται, βλ. λ. κόσμος·
-
εδώ ο κόσμος χάνεται κι αλλού βαρκούλες αρμενίζουν, βλ. λ. βαρκούλα·
- και μη χαθούμε ή και (να) μη χανόμαστε, έκφραση που
διατυπώνεται από άτομο τη στιγμή που παίρνει τέλος η τυχαία συνάντηση που είχε
με κάποιο οικείο πρόσωπο και έχει την τυπική ή ουσιαστική έννοια να
ξανασυναντηθούν: «πολύ χάρηκα που σε συνάντησα και θυμηθήκαμε τα παλιά, και να
μη χανόμαστε». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το έτσι(;)·
-
κανείς (κανένας) δε χάνεται, ο κάθε άνθρωπος αργά ή γρήγορα βολεύεται
κάπου ή πετυχαίνει το στόχο του: «κανείς δε χάνεται σ’ αυτή τη ζωή»·
-
μη χάνεσαι, α. μη χάνεις την αυτοκυριαρχία σου, μην πελαγώνεις,
μην απελπίζεσαι: «μη χάνεσαι με το παραμικρό εμπόδιο που σου τυχαίνει στη
δουλειά». β. μην εξαφανίζεσαι από τα γνωστά στέκια, κράτα επαφή με τους
γνωστούς σου: «αν ήξερα πού θα σε βρω, θα σου ’δινα μια έκτακτη δουλειά που μου
’πεσε, γι’ αυτό μη χάνεσαι»·
-
να μη χανόμαστε, να βρισκόμαστε, να συναντιόμαστε: «στο εξής να μη
χανόμαστε, για να τα λέμε κάθε τόσο»· βλ. και φρ. και μη χαθούμε·
- όνειρο ήταν και χάθηκε, βλ. λ. όνειρο·
- ου να μου χαθείς! υποτιμητική έκφραση σε άτομο που
έκανε κάτι κακό ή ανήθικο και που της προσδίδεται υβριστική διάθεση, όταν
συνοδεύεται από χαρακτηρισμούς όπως αλήτη ή κοπρόσκυλο ή παλιοτόμαρο
και άλλα παρόμοια·
-
τώρα που έγινε η θάλασσα γιαούρτι, χάθηκαν τα κουτάλια ή τώρα που
έγινε η θάλασσα γιαούρτι, χάσαμε τα κουτάλια, βλ. λ. θάλασσα·
-
χάθηκαν πολλές ψυχές, βλ. λ. ψυχή·
-
χάθηκαν τα ίχνη του, βλ. λ. ίχνος·
-
χάθηκε άναυλα ή χάθηκε άναυλος, βλ. λ. άναυλος·
-
χάθηκε απ’ όλους, βλ. λ. όλος·
-
χάθηκε απ’ τον κόσμο, βλ. λ. κόσμος·
-
χάθηκε από προσώπου γης ή χάθηκε απ’ το πρόσωπο της γης, βλ. λ. γη·
-
χάθηκε η τσίπα απ’ το πρόσωπό του, βλ. λ. τσίπα·
-
χάθηκε και πάει, βλ. λ. πάει·
-
χάθηκε ο κόσμος απ’ τα μάτια μου, βλ. λ. κόσμος·
-
χάθηκε σαν όνειρο, βλ. λ. όνειρο·
-
χάθηκε στον κόσμο του, βλ. λ. κόσμος·
-
χάνεται για κουβέντα, βλ. λ. κουβέντα·
-
χάνεται σε μια κουταλιά νερό, βλ. λ. νερό·
-
χάνεται σε μια χούφτα νερό, βλ. λ. νερό·
-
χάνεται απ’ τα γέλια ή χάνεται στα γέλια ή χάνεται στο γέλιο, βλ. λ. γέλιο·
-
χάνομαι σε λεπτομέρειες ή χάνομαι στις λεπτομέρειες, βλ. λ. λεπτομέρεια·
-
χάνομαι στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά.