χαμπάρι, το, ουσ. [τουρκ. <habar <haber], η είδηση, το νέο.
(Λαϊκό τραγούδι: ήρθε ένα μήνυμα κακό κι ένα πικρά χαμπάρι, πως
πνίγηκε ο Τσεμσελής, τ’ όμορφο παλικάρι)· βλ. και λ χαμπέρι. (Ακολουθούν 11
φρ.)·
-
δε δίνει χαμπάρι, βλ. φρ. χαμπάρι δε δίνει·
- δεν έχω χαμπάρι, δεν ξέρω τίποτα, έχω τέλεια άγνοια:
«δεν έχω χαμπάρι γι’ αυτά που λες ότι έγιναν || έμαθες για τα επεισόδια που
έγιναν κατά τη διάρκεια της πορείας; -Δεν έχω χαμπάρι»·
-
δεν παίρνει χαμπάρι, α. δεν αντιλαμβάνεται, δεν καταλαβαίνει,
δεν υποψιάζεται κάτι κακό που συμβαίνει ή που εγκυμονεί: «ο κόσμος να καίγεται,
αυτός δεν παίρνει χαμπάρι || τον κοροϊδεύει όλος ο κόσμος κι αυτός δεν παίρνει
χαμπάρι || ο άλλος το ’βαλε σκοπό να του διαλύσει το σπίτι κι αυτός δεν παίρνει
χαμπάρι». β. δεν επηρεάζεται, δεν υπολογίζει, δε λογαριάζει τίποτα και κανέναν:
«δεν παίρνει χαμπάρι από καμιά πίεση || κι ο γκραν πάπας να τον διατάξει, δεν
παίρνει χαμπάρι». (Λαϊκό τραγούδι: κι άλλες πολλές θελήσανε με κλάμα να με
ρίξουν, μ’ από γυναίκας δάκρυα δεν παίρνω ’γω χαμπάρι και δε σηκώνω από
καμιά ποτέ μου χαλινάρι)·
-
έχω χαμπάρι, γνωρίζω, ξέρω, κατέχω κάτι: «έχεις καθόλου χαμπάρι από
αγγλικά, για να μου διαβάσεις αυτό το γράμμα;»·
-
με πήραν χαμπάρι, με αντιλήφθηκαν, με υποψιάστηκαν, με κατάλαβαν:
«θέλησα να μπω κρυφά στο σπίτι, αλλά με πήραν χαμπάρι απ’ το θόρυβο που έκανα ||
δεν ήθελα να καταλάβουν τη στενοχώρια μου, αλλά με πήραν χαμπάρι απ’ την κακή
διάθεση που είχα». (Λαϊκό τραγούδι: σ’ αγαπάω που να πάρει κι ας με
πήρανε χαμπάρι)·
-
παίρνω χαμπάρι, αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω, υποψιάζομαι κάτι κακό που
συμβαίνει ή που εγκυμονεί: «ευτυχώς που πήρε χαμπάρι πως είχε πιάσει φωτιά η
αποθήκη και την έσβησε έγκαιρα || να δεις εσύ τι καλά που παίρνει χαμπάρι μόλις
επιχειρήσεις να τον ρίξεις σε κάποια δουλειά!». (Λαϊκό τραγούδι: την πρώτη
στη Νεάπολη, την άλλη στο Βαρδάρι, την Τρίτη στην Καλαμαριά – σε πήρα πια
χαμπάρι!)·
-
πάρ’ το χαμπάρι! κατάλαβέ το, εννόησέ το: «αν δε μου παραδώσεις τη
δουλειά στην ημερομηνία που συμφωνήσαμε, πάρ’ το χαμπάρι, δε θα πληρωθείς!».
(Λαϊκό τραγούδι: κόβω δυο άστρα και το φεγγάρι να ’χω στα χέρια τον ουρανό.
Αχ, η αγάπη, πάρ’ το χαμπάρι θέλει κουράγιο και τσαγανό)·
-
τι χαμπάρια; α. τι γίνεται; τι κάνεις; πώς είσαι; πώς είναι η
διάθεσή σου; ποια είναι τα νέα σου; (Λαϊκό τραγούδι: γεια σου Γιάννη, τι
χαμπάρια, γιατί είσαι λυπημένος). β. τι θα κάνεις, πώς θα
ενεργήσεις, πώς θα ξεμπλέξεις, αν συμβεί αυτό που μόλις προείπα(;): «αν
καταλάβουν πως βάζεις χέρι στο ταμείο, τι χαμπάρια;». (Τραγούδι: μείναν
ορφανά τα μαξιλάρια κι αν ξυπνήσει ο γέρος, τι χαμπάρια;)·
-
τι χαμπάρια μάστορα; λέγεται ειρωνικά σε κάποιον, που βρίσκεται ξαφνικά
μπροστά σε μια δυσκολία, ιδίως από δική του υπαιτιότητα, και έχει την έννοια
τώρα τι θα κάνεις; πώς θα ενεργήσεις; Συνήθως της φρ. προτάσσεται το τώρα·
-
φέρνω χαμπάρι, φέρνω από κάποιον μια είδηση σε κάποιον: «του φέρνω
χαμπάρι απ’ το γιο του, ότι την άλλη βδομάδα θα ’ρθει να τον δει». (Λαϊκό
τραγούδι: περίμενες, μανούλα μου, το γιο σου να μπαρκάρει, μα άξαφνα σου φέρανε
του Χάρου το χαμπάρι)·
- χαμπάρι δε δίνει, αδιαφορεί τελείως: «ο κόσμος να
χάνεται γύρω του, χαμπάρι δε δίνει».