χαμόγελο κ.
χαμογέλιο, το, ουσ. [<χαμογελώ], το χαμόγελο·
-
είναι πάντα με το χαμόγελο στα χείλη, είναι πάντοτε αισιόδοξος,
ευδιάθετος, χαρούμενος: «απ’ τη μέρα που γνώρισα αυτόν τον άνθρωπο είναι πάντα
με το χαμόγελο στα χείλη»·
- θα σου κόψω το χαμόγελο, θα σε κάνω να χάσεις την καλή σου
διάθεση, θα σε τιμωρήσω: «μην κοκορεύεσαι που μ’ έβαλες στο χέρι, γιατί θα
’ρθει η στιγμή που θα σου κόψω το χαμόγελο»·
-
κόπηκε το χαμόγελό μου ή μου κόπηκε το χαμόγελο, έχασα απότομα
την καλή μου διάθεση, γιατί μου ανήγγειλαν ή είδα κάτι που δε μου ήταν
ευχάριστο ή επιθυμητό: «μόλις με πληροφόρησαν πως θα ’παιρνα μετάθεση στην
επαρχία, μου κόπηκε το χαμόγελο || μόλις είδα τον εφοριακό να ’ρχεται, κόπηκε
το χαμόγελό μου»·
-
με (το) χαμόγελο, με όρεξη, με ευδιαθεσία, με αισιοδοξία: «αυτός ο
άνθρωπος δουλεύει πάντα με το χαμόγελο || ό,τι και να του τύχει, το
αντιμετωπίζει με χαμόγελο». (Λαϊκό τραγούδι: πάντα με χαμόγελο πρωί
πρωί ξυπνούμε και ξεκινούμε για τη δουλειά)·
-
με το χαμόγελο στα χείλη, αισιόδοξα, ευδιάθετα, χαρούμενα: «πρωί πρωί
ξεκίνησε για τη δουλειά του με το χαμόγελο στα χείλη». (Τραγούδι: με το
χαμόγελο στα χείλη πάει ο φαντάρος μας μπροστά)·
-
μοιράζω χαμόγελα, χαμογελώ δεξιά και αριστερά στους ανθρώπους που
υπάρχουν τριγύρω μου: «μόλις κατέβηκε απ’ το αεροπλάνο άρχισε να μοιράζει
χαμόγελα σ’ αυτούς που τον περίμεναν»·
-
πικρό χαμόγελο, το χαμόγελο που φανερώνει μελαγχολία, θλίψη, πίκρα ή
μεγάλη στενοχώρια: «στα χείλη του ζωγραφίστηκε ένα πικρό χαμόγελο για τις
ψευτιές που άκουγε»·
-
σκάω (ένα) χαμόγελο, χαμογελώ, ενώ προηγουμένως ήμουν σοβαρός: «μόλις
του ανήγγειλαν τα ευχάριστα νέα άφησε τη σοβαρή στάση που κρατούσε κι έσκασε
ένα χαμόγελο»·
-
χάρισέ μου ένα χαμόγελο, χαμογέλασέ μου: «έλα, μη μου κρατάς μούτρα,
χάρισέ μου ένα χαμόγελο». Λέγεται και ως πείραγμα σε γυναίκα που μας ενδιαφέρει
ερωτικά.