χαμένος, -η, -ο, επίθ. [μτχ. του ρ. χάνω], χαμένος. 1. που
έχασε χρήματα σε επιχείρηση ή σε τυχερό παιχνίδι: «θ’ αποχωρήσω απ’ αυτή τη
δουλειά, γιατί έτσι κι αλλιώς είμαι χαμένος». 2. που είναι ελαφρόμυαλος,
μικρόνους: «τι περίμενες να σου πει αυτός ο χαμένος;». 3. που είναι
ανάξιος λόγου, ασήμαντος, τιποτένιος: «γιατί κάνεις παρέα μ’ αυτόν το χαμένο;».
4. που είναι αγνοούμενος: «τον έχουν χαμένο πέντε χρόνια και δεν ξέρουν
αν ζει ή πέθανε». 5. που δεν προσέχει, που δε σκέφτεται κάποια
συγκεκριμένη στιγμή, που είναι αφηρημένος: «εγώ του μιλούσα κι αυτός με
κοιτούσε σαν χαμένος, γιατί είχε αλλού το νου του». 6. ως υποτιμητική,
αλλά και φιλική προσφώνηση σε κάποιον: «πού γυρνάς, ρε χαμένε, απ’ το πρωί και
σε ψάχνω;». (Ακολουθούν 26 φρ.)·
- από δικηγόρο νεαρό, κληρονομιά χαμένη, κι από
νεαρό γιατρό, τάφοι γεμισμένοι, βλ. λ. νεαρός·
- βγαίνω χαμένος, τελικά δεν ωφελούμαι, δεν επωφελούμαι, δεν αποκομίζω
κανένα κέρδος, κανένα όφελος από κάποια δουλειά ή ενέργειά μου από την οποία
υπολόγιζα πως θα κερδίσω, πως θα ωφεληθώ: «έκανα μια καινούρια δουλειά, αλλά
στο τέλος βγήκα χαμένος || είχα την εντύπωση πως αν έκανα τον καλό μαζί του, θα
μου ανέθετε τη δουλειά, όμως βγήκα χαμένος, γιατί την ανέθεσε σε άλλον». (Λαϊκό
τραγούδι: τα κλομπς βαρούσαν δώδεκα και μεις μαστουρωμένοι τρεις κάμες
ξεβρακώσαμε και βγήκαμε χαμένοι)·
-είμαι
χαμένος, βλ. φρ.
πάω χαμένος·
- δε θα πάμε χαμένοι ή δε θα πάω χαμένος, έκφραση
αισιοδοξίας στην περίπτωση που δεν εξελίσσεται κάτι σύμφωνα με τις προσδοκίες ή
τον προγραμματισμό μας: «κι αν απέτυχα να μπω στο πανεπιστήμιο, δε θα πάω
χαμένος». (Λαϊκό τραγούδι: αν θες να φύγεις, στο καλό, εγώ δε σε κρατάω, για
μένα κάποιος θα βρεθεί, χαμένη δε θα πάω). Ο πλ. και όταν το άτομο
μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- είναι χαμένο κορμί, βλ. λ. κορμί·
- είναι χαμένος, είναι ανόητος, βλάκας: «μην τον συνερίζεσαι, γιατί
είναι χαμένος και κάνει συνεχώς βλακείες»·
- είναι χαμένος από χέρι, βλ. λ. χέρι·
-
ξαναβρίσκω το χαμένο μου εαυτό, βλ. λ. εαυτός·
-
ξανακερδίζω το χαμένο έδαφος, βλ. λ. έδαφος·
-
ο κύκλος των χαμένων ευκαιριών, βλ. λ. ευκαιρία·
-
ο μεγάλος χαμένος, αυτός που έχασε τα περισσότερα σε μια δουλειά, σε ένα
χαρτοπαίγνιο, ή που η ήττα του σε μια αθλητική ή πολεμική αναμέτρηση υπήρξε γι’
αυτόν τελείως καταστροφική: «οι πιο πολλοί απ’ την παρέα μας χάσαμε κάποιο ποσό,
αλλά ο μεγάλος χαμένος ήταν ο τάδε που τον ξεβράκωσαν || ο μεγάλος χαμένος της
Κυριακής ήταν η τάδε η ομάδα, γιατί, αν νικούσε, και σε συνδυασμό με τ’ άλλα
αποτελέσματα, θα ερχόταν πρώτη στο βαθμολογικό πίνακα || ο μεγάλος χαμένος του
Β΄ παγκοσμίου πολέμου ήταν η Γερμανία, γιατί καταστράφηκε συθέμελα»·
-
πάνε οι κόποι μου χαμένοι ή πάνε χαμένοι οι κόποι μου, βλ. λ. κόπος·
- πάω χαμένος, έκφραση που προδικάζει την καταστροφή ή την τιμωρία μας,
αν συμβεί ή αποκαλυφθεί κάτι που μας ενοχοποιεί: «αν κάνουν τώρα έλεγχο στο
ταμείο, πάω χαμένος, γιατί λείπουν ένα σωρό λεφτά»·
-
πήγαν όλα χαμένα, (γενικά) καταστράφηκαν τα πάντα: «χρόνια δούλευε στα
ξένα, μάζεψε ένα σωρό λεφτά κι από μια λανθασμένη εμπορική κίνηση πήγαν όλα
χαμένα». (Λαϊκό τραγούδι: άλλοι μου λεν πως πέθανες κι άλλοι πως ζεις για
μένα, άλλοι πως μ’ απαρνήθηκες και πάν’ όλα χαμένα!)·
-
στα χαμένα, α. μάταια, άδικα, τζάμπα: «τέτοια περιουσία και πήγε
στα χαμένα με τις διάφορες σουρλουλούδες που γυρνούσε». β. χωρίς
αποτέλεσμα: «όλες οι προσπάθειές μου για να τον συνετίσω πήγαν στα χαμένα»·
-
τα ’χει χαμένα (ενν. τα λογικά του, τα μυαλά του), έχει χάσει τα λογικά
του, τρελάθηκε: «μην τον συνερίζεσαι τον άνθρωπο, γιατί ύστερα απ’ την
κατάσχεση που του κάνανε τα ’χει χαμένα»· βλ. και φρ. τα ’χω χαμένα·
-
τα ’χω χαμένα, α. είμαι σαστισμένος: «είμαι τόσο μπερδεμένος με
τη δουλειά μου, που τα ’χω χαμένα και δεν ξέρω τι να κάνω». β. για ένα
διάστημα δεν ξέρω τι μου γίνεται από την απορία ή την έκπληξη που νιώθω, νιώθω
αμηχανία, δεν ξέρω τι να πω και πώς να ενεργήσω: «τα ’χω χαμένα με την κακή
συμπεριφορά αυτού του παιδιού! || τα ’χω χαμένα και δεν ξέρω τι να πω!»· βλ.
και φρ. τα ’χει χαμένα·
-
το ’χει χαμένο (ενν. το λογικό του, το μυαλό του), βλ. φρ. τα ’χει
χαμένα·
-
τρέχει στα χαμένα, ματαιοπονεί: «αγωνίζεται να τον κάνει άνθρωπο, αλλά
τρέχει στα χαμένα, γιατί αυτός δεν αλλάζει μυαλά»·
- χαμένα λόγια, βλ. λ. λόγος·
-
χαμένες κουβέντες, βλ. λ. κουβέντα·
-
χαμένες πατρίδες, βλ. λ. πατρίδα·
-
χαμένο κορμί, βλ. λ. κορμί·
-
χαμένο παρτάλι, βλ. λ. παρτάλι·
-
χαμένο πατσί, βλ. λ. πατσί·
-
χαμένο ρούχο, βλ. λ. ρούχο·
-
χαμένο υποκείμενο, βλ. λ. υποκείμενο·
-
χαμένος κόπος, βλ. λ. κόπος.