χαλκομανία, η, ουσ. [<ιταλ. calcomania], η χαλκομανία·
-
έγιναν χαλκομανία, τράκαραν με σφοδρότητα, ιδίως επάνω σε τοίχο ή σε
κορμό δέντρου, με το αυτοκίνητό τους ή μετωπικά με άλλο αυτοκίνητο και έπαθαν
σοβαρούς τραυματισμούς ή και σκοτώθηκαν: «σε μια στροφή ξέφυγαν απ’ το δρόμο κι
έγιναν χαλκομανία πάνω σ’ ένα δέντρο»·
-
έγινε χαλκομανία, καταστράφηκε τελείως. Λέγεται συνήθως για αυτοκίνητα:
«είχε τ’ αυτοκίνητό του κανονικά παρκαρισμένο στην άκρη του πεζοδρομίου και,
όταν έπεσε πάνω του ένα φορτηγό, που δεν έπιασαν τα φρένα του, έγινε
χαλκομανία»·
-
κόλλησαν σαν χαλκομανία, βλ. φρ. έγιναν χαλκομανία·
- το ’κανε χαλκομανία, το κατάστρεψε τελείως. Λέγεται
συνήθως για αυτοκίνητα: «έπεσε με τ’ αυτοκίνητό του πάνω σε μια κολόνα και το
’κανε χαλκομανία»·
- τον έκανε χαλκομανία, τον έδειρε πολύ άγρια: «όταν του
’βρισε ο άλλος τη μάνα, τον άρπαξε στα χέρια του ο δικός σου και τον έκανε
χαλκομανία»·
-
τον κόλλησε χαλκομανία, βλ. φρ. τον έκανε χαλκομανία.