χαλί, το, ουσ.
[<τουρκ. hali], το χαλί. Υποκορ. χαλάκι, το (βλ. λ.)· χαμηλή μουσική
υπόκρουση, που συνοδεύει κάποια εκπομπή λόγου στο ραδιόφωνο ή στην τηλεόραση:
«όση ώρα ο παρουσιαστής ανέλυε το βιβλίο του τάδε συγγραφέα, ακουγόταν χαλί
μουσική από την Τζιοκόντα του Χατζιδάκη». (Ακολουθούν 12 φρ.)·
-
έγινε χαλί να τον πατήσω, μου έκανε κάθε δυνατή εξυπηρέτηση, εκπλήρωσε
κάθε επιθυμία μου: «ήμασταν μαζί στο στρατό και, όταν κάποτε βρέθηκα στην πόλη
του, ό,τι κι αν του ζήτησα έγινε χαλί να τον πατήσω ο άνθρωπος»·
-
ήρθα να πάρω τα χαλιά, έκφραση με την οποία δηλώνουμε ή προσποιούμαστε τέλεια
άγνοια για κάποιον ή για κάτι. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το εγώ δεν ξέρω ή
το κανονίστε τα, εγώ: «για πες μας εσύ, που είσαι ένας τρίτος, ποιος
φταίει; -Εγώ δεν ξέρω, ήρθα για τα χαλιά || μπορείς να μας πεις ποιος έχει
δίκιο; -Κανονίστε τα, εγώ ήρθα για τα χαλιά». Αναφορά στον υπάλληλο εταιρείας
που έρχεται να πάρει τα χαλιά για φύλαξη κατά την καλοκαιρινή περίοδο. Συνώνυμα:
δεν είμαι της οικοδομής / είμαι από χωριό / είμαι περαστικός / ψυγεία πουλάω·
-
θα γίνω χαλί να με πατήσεις, δε θα σου χαλάσω κανένα χατίρι. Λέγεται σε
κάποιον που μας βοήθησε ή που του ζητάμε να μας βοηθήσει: «αν δε με βοηθούσες,
θα είχα καταστραφεί, γι’ αυτό κι εγώ, όποτε με χρειαστείς, θα γίνω χαλί να με
πατήσεις || αν με βοηθήσεις τώρα που έχω ανάγκη, θα γίνω χαλί να με πατήσεις».
(Λαϊκό τραγούδι: και να ’ταν η καρδιά σου γλυκιά σαν το φιλί σου και σαν την
ομορφιά σου να ήταν η ψυχή σου, τι άλλο ήθελα να μ’ αγαπούσες; Θα γινόμουνα
χαλί να με πατούσες!)·
- μπροστά σου απλώνει χαλιά, πίσω σου ανοίγει
λάκκους, βλ. λ. λάκκος·
- στα χαλιά, χαλιά, στα τσαλιά, τσαλιά, ξέρει να συμπεριφέρεται ανάλογα
με το περιβάλλον στο οποίο βρίσκεται ή ανάλογα με την κατάσταση την οποία
αντιμετωπίζει κάθε φορά: «ξέρει να ελίσσεται αυτός ο άνθρωπος, γιατί στα χαλιά,
χαλιά, στα τσαλιά, τσαλιά». Πρβλ.: είμαι βλάχος στο αλώνι κι όμως μάγκας στο
σαλόνι (Λαϊκό τραγούδι)·
-
στρώνω κόκκινα χαλιά (σε κάποιον), υποδέχομαι θριαμβευτικά κάποιον: «ο
λαός της πόλης έστρωσε κόκκινα χαλιά στον πρωθυπουργό της χώρας κατά την άφιξή
του»·
-
στρώνω κόκκινο χαλί (σε κάποιον),υποδέχομαι με ενθουσιασμό, με
λαχτάρα κάποιον: «μόλις έμαθε πως επέστρεφε ο γιος του απ’ το εξωτερικό,
έστρωσε κόκκινο χαλί να τον υποδεχτεί». (Λαϊκό τραγούδι: ανοίξτε δρόμο να
περάσει η αγάπη μου, για κείνη έστρωσα το κόκκινο χαλί, για μια
βασίλισσα θ’ ανοίξω το παλάτι μου κι όλα τα πλούτη μου για ένα της φιλί)·
-
στρώνω το χαλί (σε κάποιον), προετοιμάζω το έδαφος, προετοιμάζω ευνοϊκό
κλίμα σε κάποιον για την πραγματοποίηση κάποιου σκοπού του: «επειδή ήταν
δυναμικό μέλος του κόμματος, έστρωσε το χαλί στο γιο του για να κατέβει ως
υποψήφιος βουλευτής στις επικείμενες εκλογές»· - στρώνω χαλί να περάσει
(κάποιος), συμπεριφέρομαι τιμητικά σε κάποιον: «μόλις ήρθε στο σπίτι μου,
έστρωσα χαλί να περάσει, γιατί τον εκτιμώ απεριόριστα»·
-
τι θα γίνουν τα χαλιά μας! ως λογοπαίγνιο υπονοεί τι θα γίνουν τα
χάλια μας! λ. χάλι·
-
το βλάχο τον πάνε στα χαλιά κι αυτός θέλει τα τσαλιά, βλ. λ. βλάχος·
-
το μαγικό χαλί, το ιπτάμενο χαλί των παραμυθιών της Χαλιμάς, με το οποίο
μπορούσε κανείς να ταξιδέψει πετώντας·
-
τραβώ το χαλί κάτω απ’ τα πόδια του, ενεργώ ύπουλα για την αποτυχία των
σχεδίων ή των προγραμματισμών του, τον υπονομεύω: «ενώ ο υπουργός περίμενε την
υποστήριξη του πρωθυπουργού, αυτός τράβηξε το χαλί κάτω απ’ τα πόδια του».