χάλι, το, ουσ.
[<τουρκ. hal]. 1. άθλια, κακή, ελεεινή κατάσταση: «το χάλι της
παιδείας μας είναι φοβερό». (Λαϊκό τραγούδι: μα κανένας δε μου φταίει για το
χάλι μου, σπάσιμο θέλει το κεφάλι μου). 2. ο
πλ. χωρίς άρθρο ως επίρρ. χάλια, άθλια, κακά, πολύ άσχημα, ελεεινά:
«στην εκδρομή περάσαμε χάλια, γιατί χάλασε ξαφνικά ο καιρός || πώς περάσατε στο
πάρτι του τάδε; -Χάλια». (Ακολουθούν 18 φρ.)·
-
άσε με στο χάλι μου ή άσε με στο κακό μου το χάλι ή άσε με στο
μαύρο μου το χάλι ή άσε με στα χάλια μου ή άσε με στα κακά μου τα
χάλια ή άσε με στα μαύρα μου τα χάλια, βρίσκομαι σε πολύ άσχημη
ψυχολογική κατάσταση, γι’ αυτό μη με ενοχλείς, μην ασχολείσαι μαζί μου·
-
βρίσκομαι στο χάλι μου ή βρίσκομαι στο κακό μου το χάλι ή βρίσκομαι
στο μαύρο μου το χάλι ή βρίσκομαι στα χάλια μου ή βρίσκομαι στα
κακά μου τα χάλια ή βρίσκομαι στα μαύρα μου τα χάλια, βλ. φρ. είμαι
στο χάλι μου·
-
γίναμε ένα μάτσο χάλια, μαλώσαμε άγρια, ανταλλάξαμε βίαια χτυπήματα,
σκληρά λόγια ή απειλές: «όταν πιαστήκαμε στα χέρια, δεν τόλμησε κανείς να μας
χωρίσει και γίναμε ένα μάτσο χάλια». Για συνών. βλ. φρ. γίναμε μπίλιες, λ.
μπίλια·
-
γίναμε χάλια, βλ. φρ. γίναμε ένα μάτσο χάλια·
-
γίνομαι χάλια, α. μεθώ υπερβολικά από ποτό ή ναρκωτικό, δεν ξέρω
τι μου γίνεται από το μεθύσι: «με δυο τρία ποτηράκια γίνομαι χάλια». (Λαϊκό
τραγούδι: φέρε, παιδί μου, φέρε ποτήρια, φέρε μπουκάλια, φέρε παιδί μου και
ξαναφέρε, να γίνω χάλια). Για συνών. βλ. φρ. γίνομαι φέσι, λ.
φέσι.β. λερώνομαι πάρα πολύ: «κάθε φορά που πάω να κάνω το
μηχανικό στ’ αυτοκίνητό μου, γίνομαι χάλια». γ. έρχομαι σε πολύ κακή
ψυχολογική κατάσταση: «γίνομαι χάλια, κάθε φορά που σκέφτομαι τον ανόητο λόγο
για τον οποίο μάλωσα με το φίλο μου»·
-
δε βλέπεις τα χάλια σου! ή δε βλέπεις το χάλι σου! βλ. φρ. δεν
κοιτάς τα χάλια σου(!)·
-
δεν κοιτάς τα χάλια σου! ή δεν κοιτάς το χάλι σου! ειρωνική
έκφραση σε άτομο που μας υποδεικνύει πώς να διορθώσουμε κάποιο ελάττωμά μας ή
πώς θα ξεπεράσουμε κάποια δύσκολη κατάσταση, στην οποία βρισκόμαστε, ενώ αυτό
έχει πολύ πιο πολλά ελαττώματα ή βρίσκεται σε πολύ πιο δύσκολη κατάσταση από
εμάς: «δεν κοιτάς τα χάλια σου, που έχασες όλη την περιουσία σου στα χαρτιά,
και με συμβουλεύεις να πάψω να παίζω στο καφενείο την ξερούλα μου! || δεν
κοιτάς τα χάλια σου, που βάρεσες κανόνι, και θέλεις να με συμβουλέψεις για την
επιχείρησή μου!»·
-
είμαι στο χάλι μου ή είμαι στο κακό μου το χάλι ή είμαι στο
μαύρο μου το χάλι ή είμαι στα χάλια μου ή είμαι στα κακά μου τα
χάλια ή είμαι στα μαύρα μου τα χάλια, είμαι σε πολύ κακή ψυχολογική
κατάσταση, πράγμα που φαίνεται στην όλη εμφάνισή μου: «απ’ τη μέρα που έμαθε
πως ο γιος του μπλέχτηκε με τα ναρκωτικά, είναι στο κακό του το χάλι». (Λαϊκό
τραγούδι: πρώτο πακέτο πρώτο μπουκάλι και η καρδιά μου σε μαύρο χάλι)·
-
είμαι χάλια, α. είμαι πολύ μεθυσμένος από ποτό ή ναρκωτικό, δεν
ξέρω τι μου γίνεται από το μεθύσι: «θέλω να με συνοδέψει κάποιος μέχρι το σπίτι
μου, γιατί ήπια πολύ και είμαι χάλια». Για συνών. βλ. φρ. είμαι φέσι, λ.
φέσι. β. είμαι πολύ άρρωστος: «ο γιατρός που μ’ εξέτασε μου ’πε πως
είμαι χάλια». γ. είμαι σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση: «είναι λίγος
καιρός που χώρισα με τη γυναίκα μου κι είμαι χάλια». δ. είμαι πολύ βρόμικος:
«πρέπει να κάνω αμέσως ένα μπάνιο, γιατί είμαι χάλια»·
-
είναι ένα μάτσο χάλια, α. είναι σε πολύ κακή ψυχολογική
κατάσταση: «από τότε που πέθανε ο πατέρας του, είναι ένα μάτσο χάλια». β.
είναι πολύ κακοντυμένος: «δεν ξέρει να ντυθεί και, κάθε φορά που βγαίνει έξω,
είναι ένα μάτσο χάλια». γ. είναι πολύ άσχημος, είναι κακάσχημος: «δεν
μπορεί να σταυρώσει γκόμενα ο φουκαράς, γιατί είναι ένα μάτσο χάλια || μπορεί
να ’χει λεφτά η γκόμενα, αλλά από εμφάνιση είναι ένα μάτσο χάλια»·
-
είναι χάλι ή είναι σε κακό χάλι ή είναι σε μαύρο χάλι ή είναι
χάλια ή είναι σε κακά χάλια ή είναι σε μαύρα χάλια, (για
αντικείμενα ή μηχανήματα) είναι πολύ καταστραμμένο: «πρέπει να πάω τ’ αυτοκίνητό
μου στο συνεργείο, γιατί είναι σε κακό χάλι»·
-
έχω μεγάλο χάλι, βλ. φρ. έχω το χάλι μου. (Λαϊκό τραγούδι: τι
με κοιτάτε, φίλοι μου, έχω μεγάλο χάλι· θα πάρω πέτρα να χτυπώ το κούφιο
μου κεφάλι)·
-
έχω το χάλι μου ή έχω το κακό μου το χάλι ή έχω το μαύρο μου
το χάλι ή έχω τα χάλια μου ή έχω τα κακά μου τα χάλια ή έχω
τα μαύρα μου τα χάλια, βρίσκομαι σε πολύ άσχημη ψυχολογική κατάσταση,
πράγμα που φαίνεται στην όλη εμφάνισή μου: «αφού με βλέπεις πως έχω το μαύρο
μου το χάλι, άσε λοιπόν τα καλαμπούρια» (Λαϊκό τραγούδι: έχω στηθεί στο
ραντεβού μας ώρα, χρήμα, τόπος, όλα εντάξει, έχω το χάλι μου χαρμάνης να
λέω πως εκείνη θα με φτιάξει)·
-
μαύρο χάλι, άσχημη ψυχολογική κατάσταση. (Λαϊκό τραγούδι: πρώτο
πακέτο, πρώτο μπουκάλι και η καρδιά μου σε μαύρο χάλι)·
-
τα κάνω χάλια, α. χαλώ μια δουλειά ή μια υπόθεση: «του ανάθεσα τη
διεύθυνση του καταστήματός μου και μέσα σε λίγο καιρό τα ’κανε χάλια». β.
δε συμπεριφέρομαι σωστά: «πρόσεξε μην τα κάνεις χάλια εκεί που θα πάμε, γιατί
θα υπάρχουν αξιόλογοι άνθρωποι». (Λαϊκό τραγούδι: πότε μου φέρεσαι καλά,
πότε τα κάνεις χάλια, πότε μας κάνεις το βαρύ και θέλεις παρακάλια).
γ. λερώνω πάρα πολύ κάποιο χώρο: «μου ’πεσε ο τενεκές με το λάδι στην
κουζίνα και τα ’κανα χάλια εκεί μέσα»·
-
τι θα γίνουν τα χάλια μας! έκφραση απελπισίας με την έννοια πώς θα
ξεπεράσουμε τη δύσκολη κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε, ως πότε θα κρατήσει
αυτή η δύσκολη κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε: «δεν αντέχω πια άλλο, τι θα
γίνουν τα χάλια μας!». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το αυτά·
-
τον κάνω χάλια, α. τον μεθώ υπερβολικά με ποτό ή ναρκωτικό, τον
κάνω να μην ξέρει τι του γίνεται από το μεθύσι: «κάθε φορά που κάθεται να πιει
μαζί μου τον κάνω χάλια». Για συνών. βλ. φρ. τον κάνω φέσι, λ. φέσι. β.
τον φέρνω σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση: «τον κάνω χάλια, κάθε φορά που
του αναφέρω την πρώην γυναίκα του». γ. τον λερώνω πάρα πολύ: «ξέφυγε απ’
τα χέρια μου το πιάτο με τη σούπα που κρατούσα, και τον έκανα χάλια τον
άνθρωπο»·
-
χάλια αδιόρθωτα, α. κακή κατάσταση που δεν επιδέχεται βελτίωση,
μόνιμη κακή ψυχολογική ή οικονομική κατάσταση. Συνήθως δίνεται ως απάντηση στην
ερώτηση κάποιου πώς πας ή πώς τα πας ή πώς πάνε τα πράγματα. β.
(για αντικείμενα ή μηχανήματα) που δεν επιδέχεται επιδιόρθωση: «χάλια αδιόρθωτα
αυτό τ’ αυτοκίνητο, γι’ αυτό θα το δώσω για παλιοσίδερα»·
- χάλια μάγκας, βλ. λ. μάγκας.