χαλάστρα, η, ουσ. [<μσν. χαλάστρα (= τρύπα μέσα σε τείχος)], η
ματαίωση σχεδίων, η αποτυχία: «μπορείς να μου πεις, ποιος ευθύνεται για τη
χαλάστρα της δουλειάς;»·
-
κάνω χαλάστρα, α. καταστρέφω: «το χαλάζι έκανε χαλάστρα όλη τη
σοδειά». β. ανατρέπω, ματαιώνω τα σχέδια κάποιου: «η ξαφνική επιδείνωση
του καιρού έκανε χαλάστρα την εκδρομή μας»· βλ. και φρ. του κάνω χαλάστρα·
-
τα κάνω όλα χαλάστρα, καταστρέφω τα πάντα, ιδίως σε ένα κλειστό χώρο:
«μπήκε νευριασμένος μέσα στο μαγαζί και τα ’κανε όλα χαλάστρα || πήγε
μεθυσμένος στο σπίτι του και τα ’κανε όλα χαλάστρα»·
-
του κάνω χαλάστρα, επεμβαίνω τυχαία ή κακόβουλα, ώστε να μην μπορέσει να
συνάψει την ερωτική σχέση που σχεδίαζε ή γενικά να μην μπορέσει να πετύχει αυτό
που επεδίωκε, αυτό που προγραμμάτιζε: «πολιορκούσε με τις ώρες μια ωραία γυναίκα,
αλλά του ’κανα χαλάστρα, γιατί κάποια στιγμή μου ξέφυγε πως είναι παντρεμένος ||
δεν τον χωνεύω, κι όταν επιχειρεί να κάνει κάποια δουλειά ενεργώ κρυφά και του
κάνω χαλάστρα || προγραμμάτιζε να πάει την Κυριακή για ψάρεμα όμως ο καιρός του
’κανε χαλάστρα ».